Από τον Γιάννη Δημογιάννη
Το μελάνι ούτε που πρόλαβε να στεγνώσει μετά τα ρατσιστικά παρατράγουδα του Ωραιόκαστρου, και το φαινόμενο λαμβάνει, πλέον, διαστάσεις σχολικής πανδημίας. Σε όλη την ενδοχώρα, αρκετοί σύλλογοι γονέων και κηδεμόνων – αυτά τα θεσμικά υβρίδια που, εν πολλοίς, αναπαράγουν τα εθνικά μας στερεότυπα – μεσουρανούν ξανά με το ξενοφοβικό τους παραλήρημα. Νωρίτερα είχαμε δει παρόμοιους πυρήνες να στοχοποιούν συλλήβδην τους πρόσφυγες, για όσα δεινά διασπείρουν στο εκλεκτό μας γένος, αλλά τώρα στρέφονται απροκάλυπτα μέχρι και στα προσφυγόπουλα, ενοχοποιώντας τα, για όλες, σχεδόν, τις πληγές του Φαραώ.
«Θα πεθάνουν τα παιδιά μας» ∙ η χαρακτηριστική ιαχή του πανικόβλητου γονιού αποδίδει συνοπτικά το μέγεθος και τη σοβαρότητα της απόγνωσης, αλλά εντούτοις, δύσκολα μπορεί να γίνει πιστευτή, είτε σαν σκέψη είτε σαν επιχείρημα. Και αυτό, γιατί, εν έτει 2016, δύσκολα θα μπορούσε κάποιος εχέφρων ή ακόμη κι ένας, στοιχειωδώς ενημερωμένος, πολίτης να βρει έστω μία υποτυπώδη λογική βάσηστις εκκλήσεις περί του κινδύνου να επιμολυνθεί η σχολική κοινότητα, και εν γένει ο περιούσιος λαός μας. Υπ’ αυτό το πρίσμα, η αγωνία των γονιών αποκτά, εκτός των ιδεολογικών της συμφραζόμενων (απέχθεια προς τις παραδόσεις των αλλοεθνών), και ένα πρόσθετο ψυχοπαθολογικό ενδιαφέρον: αποκαλύπτει τη συναισθηματική ταυτότητα της Ελληνικής οικογένειας, σε όλα τα σύνδρομα που την ταλανίζουν.
Κάποτε, το παραπέτασμα πρέπει να πέσει, για να αποκαλυφθούν επιτέλους τα ράκη του βασιλιά! Εδώ, ο καθρέφτης αποδεικνύεται δυστυχώς αμείλικτος. Εν τω βάθει – σε ό,τι αφορά τη σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού – η Ελληνική οικογένεια υπήρξε ανέκαθεν ένας εσωστρεφής, συμπλεγματικός οργανισμός. Που πρακτικά σημαίνει: τα όρια και οι κανόνες λειτουργίας αυτού του οργανισμού αφορούν μία περίκλειστη, περιχαρακωμένη «επικράτεια», της οποίας τα μέλη πασχίζουν για την ευόδωση μεμονωμένων χρησιμοθηρικών στόχων, παρακάμπτοντας ή παραβλέποντας τις ανάγκες και τα πολύπλοκα προβλήματα της κοινωνίας. Εξάλλου, το δόγμα «παιδί μου, εσύ να είσαι καλά, και άσε στους ελαφρόμυαλους να σώσουν την κοινωνία», υπήρξε για δεκαετίες το κυρίαρχο πρότυπο, και συνάμα το σημαντικότερο στερεότυπο αυτής της συλλογικότητας.
Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, η καταξίωση – ενθάρρυνση κάθε στενού ωφελιμιστικού στόχου, και αντιστρόφως, η αποθάρρυνση – απαξίωση κάθε ευρύτερου κοινωνικού προσανατολισμού αποτελούσαν σταθερά τους θεμέλιους πυλώνες του προσφιλούς μας θεσμού. Σε αδρές γραμμές, προτεραιότητα κάθε μέλους της Ελληνικής οικογένειας αποτελεί η ατομικιστική ευημερία, η οποία προϋποθέτει ταυτόχρονα την αδιαφορία προς κάθε τι συλλογικό. Αναπόφευκτα, η κοινωνία και ο ευρύτερος περίγυρος (έθνη, φυλές, κόσμος) φαντάζει σε τούτο το ασφυκτικό περιβάλλον, σαν κάτι ξένο, ανοίκειο ή και αφιλόξενο. Και ως τέτοιο, συχνά αντιμετωπίζεται καχύποπτα, έχοντας έτσι περισσότερες πιθανότητες να χαρακτηριστεί εχθρικό ή ανταγωνιστικό.
Σχετικά με την εμμονή του συγγενικού μας μικρόκοσμου να περιφρουρεί σαν ιερό και αδιαμφισβήτητο μύθο, το αρχέτυπο της «καλής οικογένειας», ο ψυχαναλυτικός θεραπευτής Τ. Ζαχαριάδης επισημαίνει την ύπαρξη του ακόλουθου φοβικού «ανοσοποιητικού» συστήματος:
«Η υπενθύμιση: Είμαστε πολύ δεμένη οικογένεια» κρύβει την διευκρίνιση-απειλή: «Κανένας από αυτή την οικογένεια δεν είναι έτοιμος (ώριμος) να αποχωριστεί κανέναν». Όσο πιο αδύναμα καθιστούν τα «μικρά» μέλη της οικογένειας, τόσο πιο «δεμένη» και «καλή», την αντιλαμβάνονται. Διατηρούν τρόπους εκπαίδευσης και συμπεριφοράς που ευνουχίζουν την συναισθηματική ωριμότητα των παιδιών. Μέσα στο πλαίσιο της υπερβολικής προστασίας και προσφοράς, αρνούνται να τα αφήσουν να εξελιχθούν και να αναλάβουν τον εαυτό τους, δεν τους επιτρέπουν να αυτονομηθούν.»
Το θέμα είναι πως η συγκεκριμένη ψυχοπαθολογία διευρύνεται και διογκώνεται σε περιόδους κρίσης, σαν και αυτή που διανύουμε. Οπότε, τα ήδη υφιστάμενα φοβικά σύνδρομα μεγεθύνονται ανησυχητικά, λαμβάνοντας τη μορφή μηχανισμού επιβίωσης και αυτοπροστασίας προς κάθε τι άγνωστο, που, εν δυνάμει, θεωρείται επιβλαβές.
Συντονισμένη, άρα, με μία βραχυκυκλωμένη συχνότητα, η προϋπάρχουσα, εγγενής εσωστρέφεια γίνεται ο χειρότερος σύμβουλος των γονέων, εφόσον «διαχέεται ένα αίσθημα πανικού για το πώς θα «επιβιώσουμε», δηλαδή «ποιος θα μας αναλάβει»… Και επειδή, ενός κακού, μύρια έπονται, αναπόφευκτα «ο κοινωνικός περίγυρος, αντί να λειτουργήσει σαν καλή μητέρα, μετατρέπεται σε μια σκληρή μητριά. Σε αντιστάθμισμα, η οικογένεια – έστω και με υπερβολή – αναλαμβάνει να παίξει ακόμα πιο «προστατευτικούς» ρόλους: «κλείνεται» στον εαυτό της. Το μόνο που μου προκαλεί ανησυχία στην εποχή μας είναι το αντανακλαστικό αποτέλεσμα της οικονομικής και συναισθηματικής μιζέριας.»
Σε τούτο τον οργανισμό, λοιπόν, οι έννοιες «πρόσφυγας, αλλοεθνής, αλλόθρησκος», καθώς και οι παραδόσεις που ενσαρκώνονται από αυτούς τους «άγνωστους», χρεώνονται ως ξένα «σώματα», τα οποία ούτε αναγνωρίζονται ως φιλικά, ούτε βεβαίως γίνονται αποδεχτά από το σώμα της κοινωνία. Απεναντίας, ταυτοποιούνται – όπως θα περιγράφονταν στη βιολογία – σαν ξενιστές. Με άλλα λόγια, όπως γλαφυρά ιστορούν τα εγχειρίδια, όλοι αυτοί οι ιδιόμορφοι «ξενιστές» στοχοποιούνται από το «ανοσοποιητικό μας σύστημα» σαν εχθροί ή σαν ανταγωνιστές του έθνους, και δίχως την παραμικρή περίσκεψη – θα λέγαμε σχεδόν ενστικτωδώς – αντιμετωπίζονται με εμπάθεια και επιθετικότητα από τον ντόπιο πληθυσμό. Όπως, δηλαδή, συμβαίνει στο παρόν και με τα προσφυγόπουλα, που, άθελά τους, έγιναν οι αποδιοπομπαίοι αμνοί μίας ολόκληρης κοινωνίας.
Αυτή τη φορά, όμως, η αφορμή που πυροδότησε την «υστερία» της Ελληνικής οικογένειας ήταν ο ελλοχεύον έστω κίνδυνος, τα άφθαρτα βλαστάρια της φυλής να επιμολυνθούν, όχι προφανώς από τον ιό της φυματίωσης ή της ιλαράς (κωμικοτραγικά, έως παιδαριώδη φληναφήματα), αλλά από κάτι, πιο απρόβλεπτο και ανησυχητικό: τα απροσδιόριστα γονίδια ενός διαφορετικού τρόπου σκέψης, μη Ελληνικού. Μέσα σ’ ένα τέτοιο νοσηρό κλίμα, το «φιλόξενο» μέχρι χθες σχολικό περιβάλλον μετατράπηκε από κυψέλη καλλιέργειας των εθνικών ιδεωδών (γλώσσα, θρησκεία, ιστορία) σε θερμοκήπιο επώασης επικίνδυνων ζιζάνιων.
Οι εικόνες νωπές, παγώνουν και στιγματίζουν την παιδική ψυχή… Τα λουκέτα στις πόρτες των σχολείων, η μεθοδευμένη και υπαγορευμένη αποχή των μαθητών, η μετατροπή των προαύλιων σε στρατώνες, όπου αντί των μαθητών, ο Εθνικός ύμνος ανακρούεται από βαρύτονους «συγγενείς», σε συνδυασμό με τα πάσης φύσεως εθνοκεντρικά παραληρήματα, μόνον σαν τυχαία και αποσπασματικά δε θα μπορούσαν να θεωρηθούν. Αντιστρόφως, σε μία κοινωνία όπου, έτσι ή αλλιώς, πάντα υπόβοσκε η δυσανεξία προς τους κώδικες της λογικής και της νηφαλιότητας,η κατάσταση έδειξε πια να ξεφεύγει. Λες και η εκπαίδευση και εν γένει η παιδεία δε συνιστούν μία a priori υπόθεση της σχολικής κοινότητας, αλλά ένα αποκλειστικό προνόμιο κάποιων πανικόβλητων και ανεπαρκώς ενημερωμένων γονέων, που άγονται από την ημιμάθεια και τις ιδεοληψίες τους.
Μπροστά σε αυτά τα εμπεδωμένα στερεότυπα, δεν βρίσκω άλλη διαφυγή, παρά μονάχα το ισχυρό ανάχωμα που ορθώνουν οι παρακαταθήκες της γνώσης, της μόρφωσης, της παιδείας. Το μοναδικό αναγκαίο και επαρκές αντίδοτο, σε όσες ιώσεις μπορεί να δηλητηριάσουν ή να εκμαυλίσουν τις παιδικές ψυχές.
Στον επίλογο, απλά ζητώ σηματωρό, καταφεύγοντας στον εμβληματικό λόγο του Κορνήλιου:
«Για να υπάρξει πραγματική εκπαίδευση με την αυστηρή έννοια του όρου υπάρχει μια βασική προϋπόθεση: είναι ότι αυτή η εκπαιδευτική διαδικασία γίνεται αντικείμενο επένδυσης και πάθους και από τους εκπαιδευτές και από τους εκπαιδευόμενους και, για να το πω καθαρά, ότι αν δεν υπάρχει έρωτας μες στην εκπαίδευση δεν υπάρχει εκπαίδευση!… Λοιπόν, για να τα πω επίσης καθαρά και για να γίνω πλήρως απεχθής σ’ αυτούς που με ακούνε, σήμερα οι εκπαιδευτικοί ασχολούνται με τις επαγγελματικές τους διεκδικήσεις, οι οικογένειες ασχολούνται με το να πάρει το παιδί ένα «χαρτί» και τα παιδιά ασχολούνται με οτιδήποτε άλλο εκτός από την επένδυση των πραγμάτων που μαθαίνουν. Λοιπόν, δεν είναι δυνατόν να υπάρξει εκπαίδευση.»
Έχοντας αυτές τις συντεταγμένες για πυξίδα, ελπίζω κάποτε τα προαύλια και οι σχολικές αίθουσες να γίνουν ξανά, εκείνα τα αναντικατάστατα παιδικά καταφύγια, όπου θα προστρέχουν μόνον τα πιτσιρίκια και ουδείς άλλος. Και αναμφίβολα, στους φιλό-ξενους χώρους δε θα περισσεύει κανένα απολύτως πιτσιρίκι.
Γιατί όλες οι παιδικές πλάτες μπορούν και πρέπει να σηκώνουν μόνον ένα βάρος. Τις σάκες τους!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου