Σελίδες

Κυριακή 22 Ιουνίου 2014

Και τώρα τι, πώς και με ποιους;, του Στέφανου Τυροβολά

















Η προσπάθεια των αντιπάλων μας να αντιστρέψουν το μετεκλογικό κλίμα που συνοψίζεται στο σύνθημα »πρώτη φορά Αριστερά», περνά από τρία στάδια:
Αρχικά, επιχείρησαν να υποτιμήσουν τη σημασία της νίκης, μένοντας στη στασιμότητα των ποσοστών μας, και κατά συνέπεια, στην απόστασή τους από την επιδιωκόμενη αυτοδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ στις επόμενες εκλογές. Σε δεύτερο χρόνο, προέβαλαν την αθροιστική υπεροχή των  κυβερνητικών εταίρων. Και σε αυτό το πλαίσιο, επιχειρούν συστηματικά την αναδιάρθρωση του πολιτικού χώρου που ορίζεται ως Κέντρο-Κεντροαριστερά. 
Γνωρίζουν ότι ενδεχόμενη επιτυχία της στρατηγικής αυτής θα σημάνει την απόκτηση ζωτικού πολιτικού χώρου για την κυβέρνηση και τους συμμάχους της.Τρίτον, προσπαθούν (όχι πολύ μεθοδικά και όχι με ιδιαίτερη επιτυχία) να μετατοπίσουν  την πολιτική συζήτηση, από τα παρεπόμενα της κρίσης στις δυνατότητες εξόδου.
Σκοπός εδώ είναι να δείξουν ότι, έστω και με χονδροειδείς αλχημείες (π.χ κοινωνικό μέρισμα απο το πλεόνασμα), ξεκινά η περίοδος της ελπίδας.
Η αριστερή ριζοσπαστική στρατηγική  σε μεταίχμιο
Σε αυτές τις συνθήκες, και έχοντας υπόψη οτι ο ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί καταλύτη πολιτικών εξελίξεων, αλλά και διαμορφωτή μιας ισχυρής τάσης σε ένα ρευστό πολιτικό περιβάλλον, χρειάζεται να συζητήσουμε πάνω στις επιλογές που μπορεί να ακολουθήσει  ο χώρος μας για να βρεθεί πιο κοντά στον στόχο της κυβέρνησης της Αριστεράς.
Οι κοινωνικές συμμαχίες και τα ενδεχόμενα όρια τους
Η νίκη στις ευρωεκλογές μας δίνει μια σειρά απο δυνατότητες. Η κυριότερη είναι ότι μπορούμε πλέον να διαμορφώνουμε εμείς την πολιτική ατζέντα όντας κυβέρνηση προ των πυλών. Έτσι, από το αν θα επιλέξουμε να κάνουμε σημαία μας το τάδε ή το δείνα θέμα, προκύπτουν ανάλογες δυνατότητες ριζικής αντιπαράθεσης με τη στρατηγική της κυβέρνησης. 
Για παράδειγα, το αν θα  αναδείξουμε ως κεντρικό ζήτημα τον αγώνα των καθαριστριών στο υπ. Οικονομικών ή αν θα συγκρουστούμε μετωπικά με την κυβέρνηση στο θέμα των προς εκποίηση αιγιαλών, είναι επιλογές από τις οποίες εξαρτώνται οι δεσμοί μας, τόσο με αυτούς που δίνουν τον εκάστοτε αγώνα, όσο και με το κοινωνικό δυναμικό που τοποθετείται στο πλευρό της Αριστεράς, είτε γιατί ανήκει στις κοινωνικές ομάδες και τάξεις που πλήττονται εντονότερα από την κρίση, είτε γιατί αρνείται να παρακολουθήσει αμέτοχο την διάλυση της κοινωνίας.
Χρειάζεται να το τονίσουμε: Το δυναμικό αυτό δεν αποτελεί εκλογική πελατεία του ΣΥΡΙΖΑ, και ακόμα περισσότερο, δεν είναι δεδομένο για μας. Η πρωτιά μας για παράδειγμα στη νεολαία, αλλά και στις πιο υποβαθμισμένες περιοχές ενέχει εναν κίνδυνο εφησυχασμού – την ίδια στιγμή που, ειδικά στη νεολαία, η διαρροή προς το ΠΟΤΑΜΙ δείχνει ότι  οι κομματικές στοιχίσεις είναι ρευστές και εύθραστες. Ταυτόχρονα το ζήτημα της αποχής χρήζει ερμηνείας και αντιμετώπισης, καθώς αφορά κατά κύριο λόγο ακροατήριο ή προνομιακούς “συνομιλητές” της Αριστεράς, όπως είναι οι νέες και οι νέοι. 
Χρειάζεται, συνεπώς, μεγαλύτερη επιμονή στην ισχυροποίηση των δεσμών με τα κομμάτια αυτά, με  επιμονή στο προγραμματικό μέρος της πρότασής μας, αλλά και με ένα ξεκάθαρο αριστερό στίγμα.
Το θετικό πρόταγμα, απάντηση στο αν μπορούμε να κυβερνήσουμε
Η καταγγελία των πολιτικών του Μνημονίου απέδωσε τα μέγιστα σε μια περίοδο που καταστρεφόταν ο κοινωνικός ιστός. Και αδιαμφισβήτητα, αυτή μας η διορατικότητα, σε συνδυασμό με την ριζοσπαστική πολιτική μας σε μια σειρά από θέματα (π.χ. στήριξη του κινήματος των πλατειών) αποτέλεσε τη μαγιά που μας έφερε ένα βήμα πριν την κυβέρνηση. 
Σήμερα, όμως, η καταγγελία αυτή δεν μπορεί πια να αποτελεί τη βασική πτυχή της πολιτικής μας. Αυτό δεν σημαίνει ότι το Μνημόνιο δεν θα πρέπει να είναι ο πρώτος, ο άμεσος στόχος: Η πρώτη νομοθετική πράξη της κυβέρνησης της Αριστεράς οφείλει να είναι, όπως έχουμε δεσμευτεί, η ακύρωση των μνημονίων και των συνεπαγόμενων μέτρων. 
Ωστόσο, αναγνωρίζοντας τα ιδεολογικά, πολιτικά, αλλά και εκλογικά όρια αυτής της τακτικής,  είναι ανάγκη να προτάξουμε τα θετικά στοιχεία της πολιτικής μας. Είναι, λοιπόν, η ώρα να αναμετρηθούν πολιτικά σχέδια και να δοκιμαστούν στην κοινωνία, με διάθεση εξειδίκευσης και απεύθυνσης σε κοινωνικές ομάδες που περιμένουν να δουν υλοποιήσιμες προγραμματικές δεσμεύσεις. 
Το πλαίσιο που μπαίνει αποτελεί μια βάση: επαναφορά μισθού στα 751 ευρώ, ρύθμιση των κόκκινων δανείων, δωρεάν ρεύμα ως 300 kwh κ.ά. Σίγουρα, όμως, απαιτείται εξειδίκευση.
Σε ό,τι αφορά ειδικότερα τη νεολαία, είναι η στιγμή να ξαναρχίσει η συζήτηση, αλλά και ο σχεδιασμός ενός διαφορετικού εκπαιδευτικού συστήματος. Το ζήτημα δεν είναι μόνο η κατάργηση των Πανελλαδικών ή η δημόσια και δωρεάν τριτοβάθμια εκπαίδευση. Είναι επίσης η σύνδεση θεωρίας και πράξης, η ενίσχυση της δημιουργικής διάστασης, τα ανοιχτά συστήματα εκπαίδευσης.
Για τις πολιτικές συμμαχίες
Ταυτόχρονα με την κοινωνική κίνηση και την ισχυροποίηση των δεσμών του ΣΥΡΙΖΑ με τα τμήματα της κοινωνίας που μας στηρίζουν προνομιακά, προκύπτει επίσης το ζήτημα πώς κινούμαστε στο πολιτικό πεδίο. Ένα πεδίο που δεν είναι στάσιμο αλλα αναδομείται – πάντα, όμως, σε σχέση με τις εν εξελίξει κοινωνικές διεργασίες.
Σε αυτό το σημείο χρειάζεται να αναγνωρίσουμε το πεδίο δυνατοτήτων που ανοίγει μπροστά μας η επικέιμενη εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας. Αδιαμφισβήτητα, η διαδικασία αποτελεί μια χρυσή  ευκαιρία, ώστε στο πολιτικό πεδίο να δημιουργηθούν ανακατατάξεις που μπορεί και να οδηγήσουν στην πτώση της κυβέρνησης. 
Σε καμία περίπτωση, όμως, η μάχη δεν αποτελεί ένα οριακής σημασίας πολιτικό γεγονός. Μέχρι τη διαδικασία της εκλογής Προέδρου, η κυβέρνηση πρέπει να αντιμετωπίσει πολιτικά γεγονότα αντίστοιχης ισχύος, να βρεθεί δηλαδή υπό πίεση τέτοια που να οδηγήσει τελικά σε εκλογές. Το μείζον, λοιπόν, δεν είναι ένα πλαίσιο »αποστασίας», αλλά οι υπαρκτές κοινωνικές αντιστάσεις και η ισχύς τους.
Είναι βεβαίως γνωστό ότι αποτελεί επιλογή της κυβέρνησης να μη συναδιαλέγεται με επιμέρους κοινωνικές ομαδες που πλήττονται από την πολιτική της. Αποτελεί διακύβευμα, ωστόσο, αν η ίδια θα αντιμετωπίσει έναν συνδυασμό κοινωνικής και πολιτικής πίεσης απο την αξιωματική αντιπολίτευση, που σήμερα είναι η πρώτη δύναμη στην ελληνική κοινωνία. 
Με λίγα λόγια, όποιες κινήσεις διεύρυνσης κι αν επιχειρήσει ο ΣΥΡΙΖΑ στο επόμενο διάστημα, είναι αναγκαίο αυτές να στηρίζονται, από τη μια σε προγραμματικές δεσμέυσεις με βάση τις θέσεις μας, και από την άλλη στον πρωταρχικό συλλογισμό ότι το πολιτικό πεδίο δεν είναι αυτόνομο από την κοινωνία και τα αντιτιθέμενα κοινωνικά συμφέροντα, τις εξελίξεις στην οικονομία, την ιδεολογία και τις αξίες που δημιουργούν ανάλογες δεσμεύσεις.
Ανοίγματα, λοιπόν, σε φθαρμένο πολιτικό προσωπικό θολώνουν το στίγμα μας  και δημιουργούν την αίσθηση »όλοι ίδιοι είναι» σε κοινωνικές ομάδες που θέλουμε να εκπροσωπήσουμε. 
Είναι άραγε το κυνήγι ψήφων σε κοινοβουλευτικό επίπεδο, αλλά και ευρύτερα, μια τακτική που μπορεί να λειάνει την εντύπωση της ταύτισης με το φθαρμένο πολιτικό σύστημα και τις μεθόδους του; 
Μάλλον το αντίθετο συμβαίνει. Ο χώρος μας μπορεί να παρακολουθεί με ενδιαφέρον τις εξελίξεις στον χώρο της λεγόμενης Κεντροαριστεράς, όχι όμως κάνοντας αυτοσκοπό την απόσπαση πολιτικών συμμάχων, αλλά έχοντας σκοπό να απελευθερώσει με τη στάση του τμήματα της κοινωνίας που προσβλέπουν στην Κεντροαριστερά, καθώς κινούνται ακόμα μέσα στη  “φαντασίωση” που αυτή προβάλλει.
O στόχος της αυτοδυναμίας ως δυνατότητα ανατροπής και ανάπτυξης συμμαχιών
Είναι κρίσιμο, κλείνοντας, να σταθούμε στο πολιτικό κλίμα που πρεπει να επιδιώκει ο ΣΥΡΙΖΑ στη νέα περίοδο. Η αναφορά στην αυτοδυναμία στις επικείμενες εκλογές δεν αποτελεί ένα τέχνασμα, αλλά με βάση το πώς διαμορφώνεται το πολιτικό πεδίο, τη μοναδική βίωσιμη λύση για να προχωρήσουν το σχέδιο για την κυβέρνηση της Αριστεράς και η υπόθεση της ανατροπής. 

Χωρίς φυσικά να προδικάζουμε εξελίξεις, τα σημάδια δείχνουν ότι πολιτικές συμμαχίες σε κοινοβουλευτικό επίπεδο είναι απαγορευτικές.

Είναι εύκολη υπόθεση η αυτοδυναμία; 
Προφανώς όχι. 

Είναι σίγουρο όμως ότι για τον ΣΥΡΙΖΑ, για την υπόθεση της υπεράσπισης της κοινωνίας, αλλά και για την ανάπτυξη των όρων για την κοινωνική ανατροπή, πρόκειται για δρόμο χωρίς επιστροφή. 

Ο δρόμος αυτός δείχνει, εξάλλου, ένα εύρος δυνατοτήτων για νέες συμμαχίες, με όρους όμως που θα θέτουμε εμείς ως κυβέρνηση. Το να μην μείνουμε  στον πυρήνα  του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά να απευθυνθούμε σε κοινωνικά στρώματα και σε πολιτικούς χώρους που θα μπορούσαν να βοηθήσουν σε αυτήν την υπόθεση, ακόμα και αν δεν έχουν κοινοβουλευτική εκπροσώπηση (π.χ. Οικολόγοι, ΑΝΤΑΡΣΥΑ), διαμορφώνει μια δυναμική σταθερότητας, αν όχι τόσο αριθμητικής, σίγουρα όμως ποιοτικής.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου