Σελίδες

Σάββατο 21 Ιουνίου 2014

Δεν Έχουμε Ανάγκη από Μπάτσους στο Κρεβάτι μας-Της Μαρίας Λούκα













Φωτογραφία: Flickr/ TheoJunior
Το «αλήτες – ρουφιάνοι – δημοσιογράφοι» είναι η συνθηματολογική αποτύπωση της ραγδαίας πτώσης της αξιοπιστίας των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης , όπως καταγράφεται στα δημοσκοπικά ευρήματα (σύμφωνα με έρευνα της Metron Analysis: από το 85% των ερωτηθέντων που βλέπει τηλεόραση μόλις το 28% θεωρεί αξιόπιστη τη μικρή οθόνη).
 Αν η έρευνα διεξαγόταν μετά το β’ γύρο των αυτοδιοικητικών εκλογών, οπότε και εκτοξεύτηκε πρώτη φορά η απειλή του Μάκη Τριανταφυλλόπουλου να προβάλει βίντεο που αφορά στην ιδιωτική ζωή ενός πολιτικού προσώπου, τότε σίγουρα οι δείκτες αξιοπιστίας των  media θα έπεφταν στα τάρταρα και το γνωστό σύνθημα θα αποκτούσε ένα ακόμα προσδιορισμό, αυτόν του «εκβιαστή».
Από τις 25 Μάιου στα δημοσιογραφικά γραφεία και τα ηλεκτρονικά πηγαδάκια σέρνονταν η φήμη για την ύπαρξη ενός «ροζ» βίντεο που είχε στην κατοχή του ο Μάκης Τριανταφυλλόπουλος και απεικόνιζε ένα νεαρό πολιτικό σε σκηνές που αφορούν το πιο ευαίσθητο και προστατευμένο νομικά σκέλος της υποκειμενικότητας, τη σεξουαλική του ζωή. 
Ο δημοσιογράφος επανέρχονταν ανά χρονικά διαστήματα με δημοσιεύματα που είχαν το χαρακτήρα της προαναγγελίας της προβολής του επίμαχου βίντεο. Στην πραγματικότητα όμως επρόκειτο για έναν συγκαλυμμένο εκβιασμό με τον μανδύα ενός ηθικοπλαστικού λόγου για την προστασία και τη γνώση της κοινωνίας. 
Στο παιχνίδι του εκχυδαισμού της πολιτικής ζωής και της εκτροπής της πολιτικής αντιπαράθεσης σε μη πολιτικά πεδία μπήκε εγκαίρως και η νεοναζιστική οργάνωση Χρυσή Αυγή, όπου ο υποψήφιος της για το δήμο της Αθήνας Ηλίας Κασιδιάρης σε διαδικτυακή εκπομπή αναπαρήγαγε τη φήμη με όρους φθηνού εντυπωσιασμού και κοινωνικού κανιβαλισμού.
Ο Γαβριήλ Σακελλαρίδης όμως αντί να κρυφτεί, να αποσυρθεί από τη δημόσια ζωή, να συνδιαλλαγεί με τον Τριανταφυλλόπουλο και ακόμα χειρότερα να υποκύψει στον εκβιασμό, συνέχισε να είναι ενεργός στην πολιτική του δράση και εξέδωσε μια ανακοίνωση που τον κατήγγειλε και δήλωνε ευθαρσώς πως δεν πρόκειται να ενδώσει σ’ αυτές τις πρακτικές. 

Ευθύς τα πονηρά γελάκια πάγωσαν και τα χαιρέκακα υπονοούμενα έμειναν μετέωρα να γαργαλίζουν τα σεμνότυφα αντανακλαστικά της Ελλάδας που μισούμε.

Αυτής της Ελλάδας που ο Τριανταφυλλόπουλος είναι εκπρόσωπος και θεμελιωτής συνάμα. Ταυτόχρονα εντελώς θρασύδειλος. Με μια μέρα καθυστέρηση έβγαλε ένα δημοσίευμα που καλούσε το Σακελλαρίδη να αποχωρήσει σιωπηρά από την πολιτική και ενημέρωνε ότι έχει παραδώσει το οπτικοακουστικό υλικό στις αρχές. 

Ευτυχώς το κράτος δικαίου έχει διαπεραστεί από τις αρχές του διαφωτισμού και δε στηρίζεται στο μεσαιωνικό κατάλογο των αμαρτιών. Οτιδήποτε συμβαίνει στη σεξουαλική ζωή μεταξύ ενηλίκων στη βάση της συναίνεσης δεν εμπίπτει στο ποινικό δίκαιο παρά μόνο ως προστασία της ιδιωτικότητας. Μ’ αυτή την έννοια ο μοναδικός που είναι υπόλογος απέναντι στη δικαιοσύνη δεν είναι άλλος από τον Τριανταφυλλόπουλο για κατάφωρη παραβίαση των προσωπικών δεδομένων. Αλλά το νομικό κομμάτι είναι το πλέον ανώδυνο σ’ αυτή την βρώμικη ιστορία.

Αυτό που διακυβεύεται εδώ είναι πολύ σοβαρότερο. Είναι μια υπόθεση δημοκρατίας απέναντι στη βαρβαρότητα και την ενορχηστρωμένη εκστρατεία του κοινωνικού εκφασισμού, απέναντι στην αντίληψη ότι η πολιτική ζωή μπορεί να είναι σε ομηρεία από «εκτελεστές συμβολαίων» , ότι η 4η εξουσία αντί να ελέγχει τις άλλες τρεις τις εκβιάζει, ότι οι πολιτικοί αντί να είναι υπόλογοι για την πολιτική τους δράση και τις θέσεις τους μπορεί να βρεθούν υπόλογοι για την προσωπική τους ζωή που σε τίποτα δεν επηρεάζει τα παραπάνω, ότι μπορούν οι δημοσιογράφοι να υποκαθιστούν τους εισαγγελείς και να καταδικάζουν ανθρώπους με την ποινή της διαπόμπευσης. 
Αυτό το σκοταδιστικό εγχείρημα από τη μια επιχειρεί τον κοινωνικό αποπροσανατολισμό από τα βασικά και όχι λίγα προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας και ταυτόχρονα να εμπεδώσει τη λογική Big Brother πάνω από τα κρεβάτια μας. Στο σκληρό του πυρήνα εδράζεται στο συντηρητισμό του πιο οπισθοδρομικού κομματιού του κοινωνικού σώματος και προστάζει πως όποιος σήμερα δεν προσκυνάει στο τρίπτυχο «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια» δεν έχει χώρο στη δημόσια ζωή παρά μόνο ως αντικείμενο χλευασμού και πεδίο εξορκισμού.
 Σύμφωνα μ’ αυτόν τον κώδικα καθωσπρεπισμού, δημόσια αξιώματα μπορούν να διεκδικούν και να κατέχουν μόνο όσοι εκπληρώνουν το παραδοσιακό ετεροκανονιστικό πρότυπο. Αυτό το υποκριτικό σύμπαν κυριαρχείται από την απαγόρευση. 
Απαγορεύονται ο αυνανισμός, οι παρτούζες, τα φετίχ, το ομόφυλο ή λεσβιακό σεξ, το πρωκτικό σεξ, μη σου πω και το πήδημα στο αυτοκίνητο γιατί μπορεί να σε πάρει κανένα μάτι και να θεωρηθεί προσβολή της «δημοσίας αιδούς». Ποινικοποιείται η φαντασίωση. Επιτρέπεται μόνο ως ανομολόγητο απωθημένο και νευρωσική ενοχή μιας αντιερωτικής και ξενέρωτης κοινωνίας.
Για όλους αυτούς τους λόγους το διάβημα του Γαβριήλ είναι πολύ σημαντικό και κρίσιμο. Δεν εκπροσωπεί μόνο τον εαυτό του αλλά όλους εκείνους τους πολίτες που δεν είναι διατεθειμένοι να ανεχτούν τη δημοσιογραφία της κλειδαρότρυπας και τη βίαιη εισβολή στην ιδιωτική ζωή. Δεν εκπροσωπεί καν μόνο το Κόμμα στο οποίο ανήκει. 
Ο σεβασμός στην προσωπικότητα και η ελευθερία των επιλογών υπερβαίνει ακόμα και το διαχωρισμό Δεξιάς – Αριστεράς. Είναι μια μάχη του φωτός ενάντια στο σκοτάδι.  Ταυτόχρονα δίνει ένα σήμα στον κόσμο του Τύπου να κάνει ένα βήμα μπροστά και να αποδείξει ότι μπορεί να αποποιηθεί τη ρετσινιά της αλητείας. Ο Μάκης Τριανταφυλλόπουλος είναι αναμφισβήτητα ο αρχιμάστορας αυτού του είδους της δημοσιογραφίας. 
Ο Δεκέμβρης του 1999 θα διδαχθεί στις σχολές δημοσιογραφίας ως «ντροπή». Ήταν τότε που ο τριανταφυλλόπουλος μετέδωσε βίντεο για την ερωτική συνεύρεση του καλλιτέχνη Στέφανου Κορκολή με νεαρή σε ηλικία κοπέλα. 
Στην ίδια εκπομπή αναγνώστηκαν αποσπάσματα από το ημερολόγιο του μόδιστρου Μιχάλη Ασλάνη (αυτοκτόνησε τον Αύγουστο του 2013) που αναφέρονταν στις ομοφυλοφιλικές σεξουαλικές του επιλογές. Τα πρόστιμα από το ΕΣΡ και την Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων έπεσαν βροχή. Ο Τριανταφυλλόπουλος τόσο γι’ αυτή την υπόθεση, όσο και για πολλές ακόμη διαγράφηκε πολλές φορές προσωρινά από την ΕΣΗΕΑ.
 Οι θιγόμενοι δικαιώθηκαν στα δικαστήρια, οι δικογραφίες έκλεισαν, η διαπόμπευση όμως έμεινε. Όταν το ιδιωτικό γίνεται δημόσιο, δεν επιστρέφει ποτέ στη σφαίρα του ιδιωτικού. Κάθε φορά που ένας πολίτης βλέπει τον Κορκολή να παίζει πιάνο, θυμάται έστω και ασυναίσθητα εκείνο το γαμημένο βίντεο που δεν έχει καμία σχέση με το ταλέντο του και ούτε μας αφορά.
Ο Τριανταφυλλόπουλος όμως δεν ήταν ο εφευρέτης. Πάτησε στα χνάρια ότι πιο σιχαμένου γέννησε ο ελληνικός Τύπος και ανάπτυξε την κουλτούρα του «αυριανισμού». Ήταν η «Αυριανή» που χαρακτήριζε στις κίτρινες σελίδες της «χαμερπή ομοφυλόφιλο» το Μάνο Χατζιδάκι. Η ίδια εφημερίδα που το 1995 δημοσίευσε τις περιβόητες γυμνές φωτογραφίες της Δήμητρας Λιάνη – συζύγου του τότε Πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου με τίτλο «Αυτή μας κυβερνά». 
Ο «ντίλερ» των συγκεκριμένων φωτογραφιών δεν ήταν άλλος από τον μετέπειτα πρόεδρο του ΛΑΟΣ Γιώργο Καρατζαφέρη. Το 1987, κάποιος του πούλησε γυμνές φωτογραφίες της Δήμητρας Λιάνη, τραβηγμένες σε κάποια παραλία, πολύ πριν αποκτήσει σχέση με τον Ανδρέα Παπανδρέου. Πήγε με τη σειρά του να τις πουλήσει στον Α. Βουδούρη, εκδότη του Ελεύθερου Τύπου. Τελικά διοχετεύτηκαν σε γερμανικό σκανδαλοθηρικό περιοδικό. Αργότερα, ο Γιώργος Καρατζαφέρης έγραψε βιβλίο με τίτλο “Η Λιάνη στηρίζει την Αλλαγή”, με εξώφυλλο μία απ’ αυτές τις φωτογραφίες.
Σε όλες αυτές στις περιπτώσεις οι Ενώσεις του Τύπου κινήθηκαν στην καλύτερη περίπτωση με μια διστακτικότητα και με πειθαρχικές προσωρινές ποινές. Στην τρέχουσα υπόθεση το Εποπτικό Όργανο Δεοντολογίας της Ένωσης συνέταξε επίσης μία ανακοίνωση καταδίκης απέναντι στην «ατμόσφαιρα υπόκοσμου».
 Προφανώς δεν αρκεί. Πρέπει να ξεμπερδεύουμε με τους Τριανταφυλλόπουλους και να καταγράψουμε στα μαύρα κατάστιχα τις πρακτικές τους. Αλλιώς θα σκύβουμε το κεφάλι κάθε φορά που ακούμε το σύνθημα «Αλήτες – ρουφιάνοι – δημοσιογράφοι». Επίσης, πρέπει να υπερασπιστούμε το δικαίωμα μας στην αυτοδιάθεση του σώματος και την ελεύθερη σεξουαλικότητα κόντρα στο φαρισαισμό, να αφαιρέσουμε τη λέξη «καβλα» από τον κατάλογο των απαγορευμένων λέξεων και να την εντάξουμε στην καθημερινότητα μας ως ένα εντελώς δικό μας ζήτημα που δε μπορεί να το κλέβει κανείς. 
Κυρίως να επανακατοχυρώσουμε μια συζήτηση για το δήμο της Αθήνας με αντικείμενο τα προβλήματα των κοινωνικών δομών, το διευρυνόμενο αριθμό των αστέγων, τους ελάχιστους χώρους πρασίνου, την έλλειψη υποδομών για τα άτομα με αναπηρία και όλα αυτά που επηρεάζουν πραγματικά τη ζωή στην πόλη. Μια πόλη που με όλες τις αντιθέσεις και τα ζόρια της, είναι πολύ πιο όμορφη από τη «ζούγκλα» που ονειρεύεται και προσπαθεί να επιβάλλει ο Τριανταφυλλόπουλος.  Μια πόλη που δεν εκβιάζεται από τη δημοσιογραφία του «κώλου». Ο Τριανταφυλλόπουλος έχασε. 
Ολόκληρο το διαδίκτυο έχει γεμίσει με κείμενα που δηλώνουν την αποστροφή τους στη ξεφτίλα και τον κιτρινισμό του. Του έμεινε μόνο ο Κασιδιάρης να χασκογελάνε παρέα με αυτό το πασέ μάτσο στυλ  και να κάνουν κηρύγματα ηθικής που βαριέται να ακούσει και ο καθρέφτης τους.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου