ΒΕΛΤΣΟΣ
Η κεντροαριστερά και οι αλήθειες που δεν λέγονται
Καθώς εσχάτως φούντωσε η συζήτηση περί κεντροαριστεράς, ίσως είναι χρήσιμο αυτή να ανατρέξει και στα θεμελιώδη: δηλαδή στις καταβολές.
Πατριάρχη της, η ελληνική κεντροαριστερά θέλει να θεωρεί τον Ελευθέριο Βενιζέλο, ο οποίος, όμως, ούτε... ρωτήθηκε, ούτε σχέση με οτιδήποτε αριστερό είχε – κάθε άλλο. Ηταν φιλελεύθερος και αυτός και το κόμμα του, όπως άλλωστε και η ίδια η ονομασία του δήλωνε. Βρισκόταν μεν απέναντι στη λαϊκή δεξιά της εποχής, αλλά αυτό κάθε άλλο παρά τον έκανε οτιδήποτε σχετικό με το συνθετικό αριστερός. Αντίθετα...
Πολλά χρόνια αργότερα, ο ξαφνικός θάνατος του Σοφοκλή Βενιζέλου ανάμεσα στις δύο εκλογικές αναμετρήσεις του 1963 και του 1964 έφερε στην ουσία το τέλος της βενιζελικής παράδοσης και την έναρξη της νέας απόλυτης παπανδρεϊκής κυριαρχίας στο φιλελεύθερο χώρο.
Αλλά και ο Γεώργιος Παπανδρέου ουδεμία σχέση με την αριστερά είχε – επίσης κάθε άλλο. Μόνον ο Ανδρέας Παπανδρέου ήταν τελικά εκείνος που συνέδεσε τον φιλελεύθερο χώρο με την έννοια αριστερά – γι αυτό άλλωστε θεωρείται, και ορθώς, ο άνθρωπος που αποδεκάτισε πολιτικά την “ορθόδοξη” αριστερά στην Ελλάδα.
Στην ουσία, τόσο ο Γεώργιος Παπανδρέου (ο οποίος συγκρούστηκε με τον Ανδρέα για τις αριστερές του αποκλίσεις) όσο και ο Ελευθέριος Βενιζέλος, βαφτίστηκαν εκ των υστέρων “αριστεροί” χωρίς οι ίδιοι καν να το ξέρουν...
Ούτε ο ένας ούτε ο άλλος ήθελαν να έχουν καμία σχέση με όλα αυτά, ενώ είναι θρυλικές και οι συγκρούσεις του Βενιζέλου με τους “αριστερούς” των Φιλελευθέρων, ιδίως τον Παπαναστασίου και τις εντονότατες αντιδράσεις του στις απόψεις του.
Κι όλα αυτά ενώ οι αριστερές ιδέες υπήρχαν από καιρό: ο Βενιζέλος τις ήξερε και απλώς τις είχε απορρίψει.
Αντίθετα, ήταν σκληρά πατριωτική έννοια που εξέφραζε μία δυναμική φιλελεύθερη αστική τάξη με έντονα ανεπτυγμένη την εθνική συνείδηση και ταυτότητα και με εξωστρέφεια δυτικοστραφή, επικεντρωμένη στη συνεργασία της Ελλάδας με την Αγγλία, τη Γαλλία και, στη συνέχεια, στα τελευταία χρόνια της ζωής του, και τις ΗΠΑ.
Για να μην θυμηθεί κανείς τους στενούς διπλωματικούς δεσμούς που θέλησε να αναπτύξει με τη μετοπολεμική Ιταλία του Μουσολίνι, προς όφελος των εθνικών συμφερόντων της χώρας...
Ολα αυτά, τα απολύτως βασικά αλλά ίσως άβολα σήμερα, ίσως θα έπρεπε να απασχολήσουν την πρωτοβουλία των 58 και τους λοιπούς ενδιαφερομένους την ώρα που η κεντροαριστερά ψάχνει εκ νέου την ταυτότητά της.
Γεννιέται λοιπόν η ελληνική “ελιά”;
Γεννιέται ή όχι, μικρή σημασία φαίνεται να έχει όλη αυτή η υπόθεση πέρα από τους σκληρά συστημικούς κύκλους που απαρτίζουν την πλειοψηφία της κίνησης, δηλαδή, της καθεστωτικής έκφρασης της αριστεράς στην Ελλάδα: γιατί αυτός είναι ο τίμιος ορισμός, εκείνος που ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.
Είναι ο όρισμος που δείχνει και τη βαθιά εσωτερική της αντίφαση και εξηγεί το γιατί, εν μέσω μιας εποχής τόσο σκληρής και δύσκολης, θα είναι εξαιρετικά δύσκολο να πείσει.
Κύριο χαρακτηριστικό αυτής της κυρίαρχης συστημικής τα τελευταία πολλά χρόνια τάσης, είναι μία επαρχιωτική αντιγραφική διάθεση, η οποία επιβεβαίωνεται ακόμα μία φορά και σήμερα, ακόμα και από κάτι λίαν ενδεικτικό: το ίδιο το σύμβολο της κίνησης, την ιταλική ελιά.
Δεν υπήρχε στη σκέψη αυτών των ανθρώπων κάτι πιο πρωτότυπο, κάτι καινούργιο, κάτι δικό τους, κάτι που να απαντά σε αυτή τη χώρα, αυτή την ώρα, σε αυτό το λαό; Επρεπε πάλι να πάρουν δάνειο και μάλιστα τη στιγμή που ο αντίστοιχος ιταλικός χώρος ήδη έχει προχωρήσει;
Ως προς τα υφιστάμενα σχήματα, το ΠαΣοΚ θεωρεί την κεντροαριστερά κάτι σαν αυτονόητο κτήμα του.
Πού είναι οι εποχές που ο ιδρυτής του μιλούσε για “κεντροδεξιά σενάρια” και έτρεμε η γη; – τώρα απλώς εφαρμόζεται όχι “κεντροδεξιά”, αλλά ακραία δεξιά πολιτική από τους έχοντες την εξουσία οπαδούς της κεντροαριστεράς που κατά τα λοιπά είναι γεμάτοι αναζητήσεις.
Οσο για μία σειρά άλλων “στελεχών”, είναι να απορεί κανείς με την επιμονή τους να βρίσκονται στα πέριξ της εξουσίας.
Άνθρωποι που μετρούν δεκαετίες στους μηχανισμούς εξουσίας ή δίπλα σε αυτούς και οι οποίοι εν πολλοίς έφτασαν την Ελλάδα εδώ που την έφτασαν, που έχουν πίσω τους πολύ μακρά θητεία από μεταλλάξεις σε κόμματα, θέσεις και πράξεις,
πιστεύουν τώρα, εν μέσω καταστροφής, ότι μπορούν να πείσουν για τις όψιμες πολιτικές αναζητήσεις που αφορούν ίσως τους ίδιους και τις παρέες τους, αλλά, κατά πάσα πιθανότητα, ελάχιστους πέρα από αυτούς.
Η πολιτική ως παρέα και ως ομαδοποιημένο σύστημα που αυτοχρίζεται προοδευτική φωνή μιας κοινωνίας λόγω της ισχύος που διαθέτει στους κύκλους εξουσίας, είναι κάτι που βοήθησε πολύ αποτελεσματικά το συγκεκριμένο χώρο στο παρελθόν.
Αλλά που σήμερα δεν λέει πια τίποτα.
Αλλο χαρακτηριστικό αυτής της τάσης είναι μια βαθύτερη μισαλλοδοξία: ο διάλογος την ενοχλεί, δεν τον αντέχει.
Κατέχει την εξ αποκαλύψεως αλήθεια, φυλάει το άγιο δισκοπότηρο της γνώσης για την κοινωνία και το μέλλον της και δεν μπαίνει στην κουβέντα με τους άλλους, τους ταπεινούς, που δεν την καταλαβαίνουν.
Είναι μία “αριστερά” με κατά βάθος αυταρχικά χαρακτηριστικά, μια σύχρονη “πεφωτισμένη” δεσποτεία, που, όμως, κατά βάση μηρυκάζει. Και μέσα σε όλα αυτά, έχει και τις “αλλεργίες” της: μην ακούσει τίποτα που έχει δίπλα του τον προσδιορισμό “εθνικό”, παθαίνει κάτι. Η λέξη πατρίδα την τρομάζει στα βάθη της...
Ας τα αφήσουν λοιπόν όλα αυτά κι ας καταλάβουν επιτέλους οι “κεντροαριστεροί” φίλοι τι αντιμετωπίζει αυτή η χώρα και σε πόσα επίπεδα. Κι αν θέλουν να γίνουν επιτέλους πραγματικά προοδευτικοί, ας μην εξαντλούν τις απόψεις τους στις εισαγωγές ιδεών και προτύπων φθαρμένων, ήδη ξεπερασμένων, ούτε σε κοινοτυπίες που δήθεν κομίζουν κάτι νέο αμπαλάροντας πολύ παλιά πράγματα σε νέα συσκευασία – γιατί περί αυτού πρόκειται.
Κυρίως, ας μην πιστεύουν ότι υπάρχουν ακόμα περιθώρια να αυτοαποκαλούνται αριστεροί και να παλεύουν για την πιο δεξιά πολιτική. Ας πουν ότι είναι νεοδεξιοί με αριστερές αναμνήσεις: αυτό, θα είναι πιο σεβαστό.
Γιατί εν μέσω τόσης πίεσης δεν χωρά κι άλλη υποκρισία, μιας “αριστεράς” που είναι τόσο δεξιά ώστε να τρομάζει πλέον ακόμα και τους δεξιούς που όμως δεν ρέπουν στον αυταρχισμό.
Και είπαμε: ο Ελευθέριος Βενιζέλος δεν είπε ποτέ ότι είναι αριστερός – θα αντιδρούσε ο άνθρωπος αν τον προσδιόριζαν έτσι, καθώς ήταν ακόμα η εποχή που τόση υποκρισία ήταν αδιανόητη στην πολιτική ζωή.
Και ακριβώς αυτό είναι που δεν φαίνεται να αντιλαμβάνονται οι σημερινοί επιχειρούντες να αναστήσουν την κεντροαριστερά: ότι όπως και τότε, έτσι και τώρα, οι εποχές είναι σκληρές.
Οταν ο Καραμανλής προσπαθούσε να κάνει την Ελλάδα κομμάτι της Ευρώπης, όταν επιχειρούσε και πετύχαινε την σταθερότητα αυτού του τόπου, τότε, δεν τους άρεσε, έπρεπε να τη γκρεμίσουν.
Και τότε, ακριβώς επειδή υπήρχε η σταθερότητα, υπήρχε και χώρος για την υποκρισία. Τώρα, δεν χωράει υποκρισία.
Εχει έρθει πια το λυκόφως της, η εποχή της έχει παρέλθει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου