Δευτέρα 16 Σεπτεμβρίου 2013

«Κακά τα ψέματα,είμαστε κυβέρνηση μειοψηφίας»-Toυ Αντώνη Καρακούση






Η καλοκαιρινή ανάπαυλα και τα πολλά σήματα αισιοδοξίας,
 που μετέφεραν τα απροσδόκητα για πολλούς πρωτογενή δημοσιονομικά πλεονάσματα και το ισχυρό τουριστικό ρεύμα, δεν απεδείχθησαν ικανά 
να προσφέρουν ειρηνική είσοδο στο φθινόπωρο. 

Η αισιοδοξία που αναδύεται από τη βελτίωση των δημοσίων οικονομικών και τις καλές επιδόσεις επιμέρους τομέων της πραγματικής οικονομίας δεν επαρκεί για να κατευνάσει τους πολίτες, ούτε να αμβλύνει τις πολλές αντιθέσεις 
που η μεγάλη οικονομική κρίση γέννησε.

Ο Σεπτέμβριος φαντάζει εκρηκτικός από την αρχή. 
Πρώτα ήταν οι κινητοποιήσεις των εργαζομένων στις αμυντικές βιομηχανίες και ακολούθησαν οι κινητοποιήσεις των εκπαιδευτικών, οι οποίοι αποφάσισαν να κλείσουν γυμνάσια και λύκεια λίγες μέρες μετά το άνοιγμά τους.

Αλλά δεν είναι οι μόνες εστίες αναταραχής. 

Η μεγάλη μάζα των πολιτών, που στα χρόνια της μεγάλης οικονομικής κρίσης έχει υποστεί μείωση εισοδημάτων κατά 35%, δυσανασχετεί από την αδικαιολογήτως πολλαπλή αποστολή εκκαθαριστικών σημειωμάτων για τους φόρους επί της περιουσίας, περίπου τετρακόσιες χιλιάδες οικογένειες χωρίς κανέναν εργαζόμενο ζουν σε περιβάλλον απόλυτης ένδειας, χιλιάδες εργαζόμενοι του ευρύτερου δημόσιου τομέα 
νιώθουν απόλυτα ανασφαλείς για τις δουλειές τους και απείρως περισσότεροι εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα δεν ξέρουν τις τους περιμένει. 

Η προβληματικότητα του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας αποκαλύπτεται και αυτή σε όλο της το «μεγαλείο», φανερώνοντας πόσο οριακές είναι οι οικονομικές συνθήκες ακόμη και για ιστορικές επιχειρήσεις.

Ωστόσο είναι επίσης αλήθεια ότι η μεγάλη πλειονότητα των πολιτών παραμένει επιφυλακτική, δεν συμμετέχει ενεργά στις πολλές κινητοποιήσεις που οργανώνουν τα συνδικάτα, μπορεί να είναι οργισμένη, αλλά παραμένει ακόμη ανεκτική,
 δείχνει με τον τρόπο της ανοχή, δίνει χρόνο στην ελπίδα ή καλύτερα δεν είναι διατεθειμένη, επί του παρόντος τουλάχιστον, να τινάξει τα πάντα στον αέρα.

Με άλλα λόγια, η χώρα, η οικονομία και κατ' επέκταση η πολιτική ισορροπούν σε τεντωμένο σκοινί, κινούνται ανάμεσα σε αναιμικές ακόμη προσδοκίες και σε μια σκληρή πραγματικότητα, η οποία διαμορφώνει τις δικές της απαιτήσεις.

Ανώτατος κυβερνητικός παράγων, από εκείνους που πρωταγωνιστούν στην πολιτική σκηνή και δεν αρνούνται την πραγματικότητα, αναγνωρίζει τους πολλούς κινδύνους της τρέχουσας περιόδου. «Κακά τα ψέματα» - συνηθίζει να λέει σε συνομιλητές του -, «είμαστε κυβέρνηση μειοψηφίας, 
η οποία κυβερνά στο όνομα του εθνικού συμφέροντος και αντλεί τη νομιμοποίησή της από τα αποτελέσματα των περσινών εκλογών». 

«Ωστόσο» - συνεχίζει - «είναι ακριβές ότι δεν υπάρχει σχεδόν καμία επαφή με τις θεσμικές εκφράσεις της κοινωνίας, όπως π.χ. τα συνδικάτα και απέναντί μας υψώνεται τείχος αντίθεσης, το οποίο ορίζεται από το μίσος, την εχθρότητα 
και την αμφισβήτηση κάθε επιλογής, όσο σωστή και αν είναι αυτή». 

Και προσθέτει ότι «αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει ελάχιστη κοινωνική συμφωνία, 
ικανή να δημιουργήσει έστω κάποιο περιβάλλον συνεννόησης μεταξύ κυβέρνησης και θεσμικών εκφράσεων της κοινωνίας».

Επιπλέον, η συμμαχική κυβέρνηση Σαμαρά - Βενιζέλου αντιμετωπίζει εσωτερικά προβλήματα λειτουργίας αλλά και της συνοχής των κομμάτων που τη στηρίζουν. 

Το ΠαΣοΚ είναι φανερό πια ότι έχει χάσει την επαφή με την παλαιά πολυσυλλεκτική βάση του και κυρίως έχει αποσυνδεθεί από παραδοσιακά στηρίγματά του στον ευρύτερο δημόσιο τομέα. Αυτή τη στιγμή έχει γίνει ο ΣΥΡΙΖΑ το κόμμα του δημόσιου τομέα και το ΠαΣοΚ, αν θέλει να παραμείνει στην πολιτική σκηνή, πρέπει να εκφράσει άλλα κοινωνικά στρώματα, κυρίως εκείνα που μοχθούν, παράγουν 
και δημιουργούν στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας. 

Χωρίς επανατοποθέτηση το ΠαΣοΚ, αλλά και συνολικά  ο ευρύτερος χώρος της Κεντροαριστεράς, θα χαθούν, θα συνθλιβούν στις νέες πολιτικές Συμπληγάδες που η κρίση θα διαμορφώσει.

Αλλά δεν αντιμετωπίζει μόνο το ΠαΣοΚ εσωτερικά ή παραταξιακά προβλήματα. Αντίστοιχα ή και μεγαλύτερα αντιμετωπίζει η Νέα Δημοκρατία του κ. Σαμαρά. 

Το άλλοτε πανίσχυρο κόμμα της Κεντροδεξιάς που αδιαμφισβήτητα αποτελούσε τον άλλο πόλο του μεταπολιτευτικού δικομματισμού, βασανίζεται κατ' αρχήν από τις προσωπικές φιλοδοξίες πολλών στελεχών του και ακολούθως από την αναδιάταξη που η κρίση έφερε στην ευρύτερη Δεξιά. Υπάρχουν νεοδημοκρατικά στελέχη της προηγούμενης περιόδου που πασχίζουν με κάθε τρόπο να διατηρήσουν θέση και παρουσία στο πολιτικό σύστημα. 

Αυτοί είναι έτοιμοι να συμμαχήσουν ακόμη και με τον διάβολο και σήμερα πιέζουν τον Σαμαρά είτε διά των διεκδικήσεών τους για χρίσματα και τοποθετήσεις είτε φλερτάροντας τον κ. Τσίπρα. Πέραν αυτών ωστόσο είναι η λαϊκο-δεξιά νεοδημοκρατική βάση που έχει γοητευθεί από την επίδοση της Χρυσής Αυγής και λοξοκοιτάζει επικίνδυνα προς το νεοναζιστικό μόρφωμα του κ. Μιχαλολιάκου. 

Οσο μάλιστα οξύνεται η πόλωση και ξυπνούν εμφυλιοπολεμικά σύνδρομα τόσο ο κίνδυνος διαρροής ψηφοφόρων προς την Ακροδεξιά μεγεθύνεται.

Σε αυτό το προβληματικό περιβάλλον η κυβέρνηση έχει επίσης να αντιμετωπίσει τη διαρκή πίεση από την τρόικα, η οποία την εξαντλεί με τις επιμέρους διαπραγματεύσεις και την απομακρύνει από το συνολικό σχέδιο. Η εμμονή της τρόικας, ο δογματισμός της και πιθανώς η υστεροβουλία ορισμένων εκπροσώπων της δυσκολεύουν αφάνταστα το έργο των κκ. Σαμαρά και Βενιζέλου και τους εκθέτουν σε πολιτικούς κινδύνους. 

Οι κοινοβουλευτικές ομάδες των δύο κομμάτων τελούν υπό διαρκή δοκιμασία, είναι εκτεθειμένες στην οργή του εκλογικού σώματος και ανά πάσα στιγμή μπορούν να αρνηθούν την ψήφο. Στην παρούσα φάση, όπως εξηγεί ο ίδιος κυβερνητικός παράγοντας, ακόμη και ένα έλασσον θέμα μπορεί να αναχθεί σε μείζον και να αποτελέσει αιτία καταψήφισης ενός νομοσχεδίου ή μιας νομοθετικής ρύθμισης.

 Στις συνεχείς ακροβασίες, όπως είναι κοινώς παραδεκτό, παραμονεύει το ατύχημα. Αλλωστε ο διεκδικούμενος πολιτικός χρόνος από τους κκ. Σαμαρά και Βενιζέλο μπορεί να μην είναι πολύ μακρύς, είναι όμως γεμάτος γεγονότα ικανά να προκαλέσουν κρίση και να οδηγήσουν σε πτώση της κυβέρνησης ακόμη και δι' ασήμαντον αφορμήν.

Υπό αυτές τις συνθήκες, όπως μεταφέρει ο συνομιλητής μας, είναι απόλυτη ανάγκη να διαμορφωθεί σαφής στρατηγική διαπραγμάτευσης με την τρόικα και να τεθούν τα θέματα σε καθαρά πολιτική βάση. Οπως λέει χαρακτηριστικά, οι εναπομείνασες υποχρεώσεις από το μνημόνιο είναι σχεδόν κατασκευασμένες, δεν υπηρετούν την οικονομία, είναι τεχνουργήματα των οικονομολόγων για να δικαιολογήσουν προηγούμενες αποφάσεις και συγκεκριμένα τη βοήθεια που προσφέρθηκε στην Ελλάδα.

 Εννοιες σαν κι αυτές του δημοσιονομικού κενού και της βιωσιμότητας του χρέους δεν έχουν νόημα, είναι κατασκευάσματα των οικονομολόγων, δεν στέκουν επιστημονικά και μπορούν να αλλάξουν ανά πάσα στιγμή αν οι παραδοχές διαφοροποιηθούν κατ' ελάχιστο. 

Στη βάση των παραπάνω την προσεχή Τετάρτη οι κκ. Σαμαράς και Βενιζέλος θα επιχειρήσουν να προσδιορίσουν το πλαίσιο της νέας διαπραγμάτευσης με την τρόικα, ώστε να επιτύχουν την απελευθέρωσή τους από νέα μέτρα και να αφοσιωθούν τόσο στην ενίσχυση της οικονομίας και στην αντιμετώπιση των πολλών πολιτικών κινδύνων που απειλούν τόσο τους ίδιους όσο και την πορεία του προγράμματος εξόδου από την κρίση. Οπως και να έχει, από εδώ και πέρα τον πρώτο λόγο θα τον έχει η πολιτική. 

Από τις γερμανικές εκλογές και από την κυβέρνηση που θα σχηματισθεί στο Βερολίνο και ιδιαιτέρως από την ταχύτητα προώθησης των διαδικασιών ενοποίησης της Ευρώπης θα κριθούν πολλά. Αρκεί εδώ να μην επικρατήσουν συνθήκες αυτοδιάλυσης και γενικευμένης αποδιάρθρωσης, πολιτικής και οικονομικής.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου