Δολοφονήθηκε ένας φίλος μου χθες.
«Κατεβαίνω στην πλατεία, με περιμένουν τα παιδιά»,
ήταν τα τελευταία του λόγια στο τηλέφωνο.
Λίγες ώρες μετά συναντηθήκαμε, δεν μπόρεσα εγώ να πω κάτι, μόνο αυτός.
Τον είδα οργισμένο μπροστά από μια αύρα να φωνάζει λέξεις τούρκικες,
μα τούρκικα εγώ δεν ξέρω, να βγάζει κραυγές απόγνωσης, αυτές είναι κοινές κι εύκολα τις καταλαβαίνω, να κλωτσά την κλούβα και να πονά το δικό μου γόνατο, να του πέφτει η τραγιάσκα και να του τη δίνω στο χέρι,
τον είδα να σηκώνει τα χέρια περιμένοντας το νερό του μπάτσου που θα του στερήσει τη ζωή, να αναποδογυρνά στον αέρα
και να πέφτει με θόρυβο στο έδαφος.
«Τρέχα να δεις τί γίνεται» φώναξα αγχωμένος στη φίλη μου στο τηλέφωνο, λίγα μέτρα μακριά βρισκόταν αυτή, μέσα στον κόσμο τον πολύ κι αυτή.
Κοντοστάθηκε μόνη της σ’ένα στενό μπροστά από μια αύρα και πήρε πάνω της το ίδιο νερό που λίγο πριν σκότωνε, στα στήθια της πάνω χτυπούσε με πίεση,
μα η αναπνοή της πιο καθάρια από ποτέ,
με τα χέρια ανοιχτά κι αυτή,
αμίλητη από θρήνο για το φίλο και απ’την πρωτόγνωρη δύναμη που ρουφούσε απ’το μίσος που’χε απέναντι της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου