Ο ζωγράφος Τάσος Παυλόπουλος σκέφτεται την Κυψέλη με αφορμή τα γεγονότα της περασμένης εβδομάδας.
Βαρέθηκα να διαβάζω απόψεις υπέρ και κατά των δηλώσεων της Δημουλά για την Κυψέλη, όπως και τις δικαιολογημένα αγανακτισμένες διευκρινιστικές απαντήσεις της ποιήτριας.
Εδώ ο κόσμος καίγεται κι η τρίχα έγινε τριχιά...
Αν δεν με απατά η μνήμη μου, στο πρόσφατο παρελθόν κι άλλοι επώνυμοι των γραμμάτων και των τεχνών ξεστόμισαν διάφορες απίστευτες μπούρδες για το μεταναστευτικό (βλέπε: Σαββόπουλος, Διαλεγμένος κ.λπ.), χωρίς να προκληθεί τόσος ντόρος.
Σέβομαι και εκτιμώ τη Δημουλά για την ηρωική ενασχόλησή της με την ποίηση, όπως και κάθε άλλο δημιουργικό πλάσμα σε τούτη δω τη χώρα. Έχει περίπου τα χρόνια της μάνας μου και φαντάζει στα μάτια μου ως ιδιαιτέρως συμπαθής φυσιογνωμία.
Το πολυβραβευμένο –και αντικειμενικά σημαντικό– έργο της, όμως, παραείναι σοβαροφανές και «ακαδημαϊκό» για τα γούστα μου, άρα μου είναι αδιάφορο.
Ωστόσο, με τη Δημουλά με συνδέει «μια ιστορία έρωτα και αμαρτίας»: η Κυψέλη.
Μα, για ολίγον διαφορετικούς λόγους.
Στην Κυψέλη μετακομίσαμε το 1965, γιατί η μάνα μου ήθελε πολυκατοικία με καλοριφέρ και παρκέ. Η διαδρομή ήταν: Παγκράτι - Άγιος Παντελεήμονας – Μπραχάμι - Κυψέλη.
Το κοντράστ της Κυψέλης απέναντι στο εκτός σχεδίου, χωμάτινο και υπέροχα καουμπόικο Μπραχάμι ήταν τεράστιο στα μάτια ενός δεκάχρονου αγοριού.
Βίωσα, ρούφηξα, λάτρεψα και πόνεσα την Κυψέλη μέχρι πρότινος, όταν και με «ξέρασε» προς Εξάρχεια μεριά. Για λίγο περισσότερες αναπνοές. Ο πατέρας μου και πολλοί αγαπημένοι συγγενείς έκλεισαν τα μάτια τους στην Κυψέλη. Η μάνα μου, η αδελφή μου, τ' ανίψια μου, η μαμά της κόρης μου, παλιοί φίλοι και συμμαθητές είναι ακόμα εκεί.
Εκεί, λοιπόν, ανδρώθηκα.
Δημοτικό, γυμνάσιο, πρόσκοποι, Τουρκοβούνια, Πεδίον του Άρεως, «Άλσος» του θείου μου του Οικονομίδη, νέες οικοδομές, επαρχιώτες θυρωροί στα υπόγεια, Κουίντα και ρεμάλια στη Φωκίωνος Νέγρη, μπιλιάρδο στο Γουέμπλεϊ, τσόντες στο Νέγκρο, παγωτό στο Σελέκτ.
Μπάλα στην Αλάνα, στη Λονγκλάιφ, στη Μάντσεστερ Κυψέλης, στον Κόνδορα.
Όλοι στη γειτονιά Παναθηναϊκοί μέχρι το μεδούλι και γαύροι ούτε για δείγμα.
Χούντα, αντιδικτατορικές διαδηλώσεις στην Πατησίων, Πολυτεχνείο 1973.
Πιτσιρικάδες Κυψελιώτες, σύσσωμοι εκεί.
Το γελαστό παιδί, το φιλαράκι μου, ο Διομήδης Κομνηνός, νεκρός.
Διώξαμε τους φασίστες. Μεταπολίτευση. Έγινα μπαμπάς.
Έγινα ζωγράφος, έγινα και ξαναέγινα παππούς, μυαλό δεν έβαλα και φτάσαμε, γρήγορα, στο σήμερα. Η πάλαι ποτέ κούκλα Κυψέλη μεταλλάχθηκε σε πανούκλα.
Υποβαθμίστηκε βίαια και η ζωή έγινε μίζερη. Όχι, όμως, εξαιτίας των μεταναστών.
Αυτοί ήταν το κερασάκι στην τούρτα.
Ποιοι έφεραν τα δικαστήρια στην Κυψέλη;
Ποιοι έκλεισαν για πολλά χρόνια το Πεδίον του Άρεως και το άφησαν να ρημάξει;
Ποιοι έκαναν αρπαχτές εκατομμυρίων;
Ποιοι το κατάντησαν, διθυραμβικά, σαν τα μούτρα τους;
Ο αρχιτέκτονας Τομπάζης;
Η Φώφη Γεννηματά που έταζε... νεροτσουλήθρες; Ούτε κούνιες δεν έχει!
Παράνομοι καταπατητές, όπως ο Κυριακού στον Πανελλήνιο,
πολιτικοί, δήμαρχοι, νομάρχες, εργολάβοι, δημοσιογράφοι και κάθε καρυδιάς λαμόγια ασέλγησαν ομαδικώς στο μεγαλύτερο πάρκο της πόλης.
Μόνο κηπουρούς χρειαζόταν για να συντηρηθεί και ούτε τέτοιους δεν έχει.
Ποιος γέμισε την Κυψέλη χαρτοπαικτικές λέσχες, αλογομούρηδες, νονούς, γκάνγκστερ, κωλάδικα; Οι μετανάστες; Ποιος έκλεισε τη Δημοτική Αγορά και ήθελε να την γκρεμίσει;
Ποιοι γέμισαν τα υπόγεια με εξαθλιωμένους ανθρώπους, αφού τα νοίκιαζαν με το κεφάλι;
Γιατί δεν έχει μετρό η πιο πυκνοκατοικημένη συνοικία;
Γιατί οι καταθλιπτικά υποφωτισμένοι δρόμοι και τα πεζοδρόμια
θυμίζουν βομβαρδισμένο Σεράγεβο;
Ποιοι την μπάζωσαν ανεξέλεγκτα, για να γίνεται της Κιβωτού του Νώε με κάθε ψιχάλα;
Ποιοι γκρέμισαν πολλά κτίσματα, αρχιτεκτονικά διαμάντια του Μεσοπολέμου και ιστορικά σινεμά και τα έκαναν σούπερ μάρκετ, πάρκινγκ και τσιμέντο;
Ποιοι γέμισαν με πρέζα (και) την Κυψέλη;
Ποιοι ξύνουν τ' αρχίδια τους στο Αστυνομικό Τμήμα της περιοχής;
Ποιοι κατέστρεψαν τη Φωκίωνος Νέγρη, τον ομορφότερο (με πλατάνια παρακαλώ!) πεζόδρομο της χώρας; Μα, αυτοί, οι γνωστοί!
Όχι οι μετανάστες, μα οι ντόπιοι αφέντες που κατέστρεψαν και ολόκληρη τη χώρα...
Έπαψα να πηγαίνω για καφέ κι εφημερίδα στη Φωκίωνος, όχι γιατί βλέπεις πολλούς ξένους, αλλά γιατί βλέπεις πολλούς φασίστες. Έχω δει σκυλάκια, σε αγώνες της Εθνικής, ντυμένα με... ελληνικές σημαίες! Δίπλα μου, στην καφετέρια, τα κινητά των αφεντικών τους χτυπούσαν με... πολεμικά εμβατήρια! Αλήθεια, έχετε ξανακούσει όνομα σκύλου Άντολφ;
Πέρναγαν κάτι μαύροι μικροπωλητές και άκουγες αστειάκια, από κάτι τύπους με βαμμένο μαλλί και χρυσές καδένες, του στυλ: «Άμα ήμαστε τώρα στην Αμερική, θα τους πυροβολάγαμε και θα μας έδιναν και είκοσι δολάρια». Και χο, χο, χο, όλοι οι επαρχιώτες ελληναράδες!
Με ακροδεξιές εφημερίδες παραμάσχαλα, όπως ο «Στόχος».
Και να βολτάρουν χρυσαυγίτικες σκατόφατσες, φορώντας φανέλες της Λάτσιο και παίζοντας το κλομπ στα δάχτυλα... Στην Κυψέλη πρωτοξεκίνησε, κάποτε, πολύ πριν έρθουν οι μετανάστες, η Χρυσή Αυγή κι όχι τυχαία. Επίσης, οι περισσότεροι πρωταγωνιστές όσων εμετικών γεγονότων έχουν δει τα μάτια μου στη Φωκίωνος είναι από τη φραουλοπαραγωγική Ηλεία κι όχι τυχαία!
Όντας σίγουρος πως η κυρία Δημουλά δεν είναι ρατσίστρια, και με αφορμή την αναφορά της σε συγγενικά της πρόσωπα που δέχτηκαν επίθεση από αλλοδαπούς, θέλω να κλείσω με κάτι σχετικό: η συνομήλική της μητέρα μου επίσης βίωσε ανάλογο περιστατικό στην Κυψέλη.
Την άφησαν λιπόθυμη δυο μαύροι για πέντε ευρώ! Η μητέρα μου έχει «υιοθετήσει», εδώ και χρόνια, ένα μαυράκι στην Αφρική και στέλνει χρήματα από την πενιχρή της σύνταξη, κάθε μήνα, στη φιλανθρωπική οργάνωση Action Aid.
Βοηθούσε πάντα και με κάθε τρόπο κάθε δυστυχισμένο.
Μετά το, ψυχικά και σωματικά, τραυματικό συμβάν δεν άλλαξε απολύτως τίποτα στα πιστεύω της, στην ανθρωπιά της και στη γενναιόδωρη συμπεριφορά της.
Παραθέτω στο αντιμαχόμενο κοινό έναν στίχο της ίδιας της κυρίας Κικής Δημουλά:
«Μάνα, λες να είναι κληρονομική η πραγματικότης;».
Είμαι απόλυτα σίγουρος πως πηγή της συγκεκριμένης, βαθυστόχαστης, ποιητικής της έμπνευσης υπήρξε η δική μου μάνα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου