Παρασκευή 9 Δεκεμβρίου 2011

Μικρή ενόχληση κάτω απ’ την καρδιά «Δεν είναι τίποτα, θα σου περάσει...»



ΑΠΟ ΤΟΝ ΣΤΑΘΗ ΤΣΑΓΚΑΡΟΥΣΙΑΝΟ
Χαράματα στα εξωτερικά ιατρεία ενός νοσοκομείου, πηγαίνω να πάρω έναν αύξοντα αριθμό. Ο υπάλληλος είναι ένας χλωμός άντρας, με κίτρινο σπανό δέρμα και γυάλινα μάτια που αποφεύγουν να με κοιτάξουν. 
Πριν, τον έχω ακούσει να βρίζει μια Τσιγγάνα που δυσκολεύεται να καταλάβει τη διαδικασία. Της μιλάει σχεδόν χυδαία, αλλά κανείς μας στον πηγμένο προθάλαμο δεν τολμά να του πει τίποτα - εδώ είναι το δικό του βασίλειο της απειλής κι εμείς είμαστε στην εύθραυστη στιγμή μας.

Η ουρά είναι μεγάλη και οι καρέκλες λίγες - και βρόμικες. Κάθε καρυδιάς καρύδι. Όλες οι εθνικότητες. 
Μια χοντρή και υπερβολικά βαμμένη γυναίκα στα 60 που φορτικά ρωτάει τον καθένα τι νούμερο έχει, με μια φωνή μπάσα και βραχνή, 
τρία λαϊκά ταλαιπωρημένα αγόρια στα 20, με σημάδια στο δέρμα, που κάθονται κατάχαμα στο μωσαϊκό με το κεφάλι στα γόνατα, 
γυναίκες με φτηνά μαύρα μπουφάν που κρατούν το βιβλιάριό τους όπως την Ιερά Σύνοψη όσοι πίστευαν κάποτε, 
δυο άντρες σκυθρωποί με το κράνος στα χέρια, πολλοί γέροι, πολλές γριές. 
Κι εγώ.

Κάθομαι κοντά στο παράθυρο για να βλέπω τα δέντρα έξω. Κι εκείνους που καπνίζουν περιμένοντας. Είναι ωραία μέρα, ή έτσι μου φαίνεται από τη θέση που είμαι. 
Η κίνηση στον δρόμο αρχίζει σιγά σιγά, οι πρωινοί στις στάσεις μόλις που φαίνονται πίσω από τη γάζα της ομίχλης - υπάρχουν λες, κι ύστερα δεν υπάρχουν. Η ζωή, αδίστακτη, ανεβάζει στροφές.

Κάθε 15-20 λεπτά, η πόρτα του ιατρείου ανοίγει και κάποιος βγαίνει. Συνήθως έχει αβέβαιο βήμα. Μας κοιτάει ντροπαλά και με σκυμμένο το κεφάλι φεύγει
Άλλοι βγαίνουν ξαναμμένοι. Ένας ηλικιωμένος, λίγο σαλεμένος, βγαίνει και χτυπώντας το πόδι του στο πάτωμα φωνάζει: 
«Έτσι με πάτησες στο χώμα! Ναζί! Με τη ναζιστική σου μπότα! Έτσι με πάτησες στο χώμα! Φόνισσα! Εσύ δεν έχεις καρδιά, δεν είσαι γιατρός, είσαι φόνισσα! Φόνισσααα!’». 
Και συνεχίζει έτσι, ξαναλέγοντας τα ίδια, να σπρώχνει τους όρθιους στον διάδρομο, που παραμερίζουν κοιτώντας τον αδιάφοροι, βυθισμένοι στα δικά τους.

Γδύνομαι μπροστά σε μια γιατρό λιγνή, ατημέλητη, με στρογγυλά γυαλιά, που συμπεριφέρεται σαν να έχουν σπάσει τα νεύρα της. 
Θα είναι γύρω στα 55, πιθανολογώ ανύπαντρη - σαν γερασμένο φρικιό.
Με υστερική, επαναλαμβανόμενη φρασεολογία, μιλάει στους δυο βοηθούς της για κάτι διαδικαστικό (κάποιος δεν προσκόμισε ένα χαρτί). 
Η μανία της επαναφορτίζεται αενάως όση ώρα με εξετάζει -τρέμει-, κάτω απ’ την άσπρη της φόρμα φαίνεται ένα λερωμένο μαύρο παντελόνι και φθαρμένα αθλητικά παπούτσια, κάλτσες με μπλε και κόκκινες καρδούλες. 
Σε μια γωνιά του ιατρείου συνωστίζεται, σκιώδες, ένα τσούρμο φοιτητές και φοιτήτριες - κάθονται όρθιοι και με κοιτάνε με διεσταλμένα μάτια, σαν τρομαγμένοι. 
Κρατάω την ανάσα μου, με ψάχνουν.

Αλλά μετά, πέντε διαδρόμους πιο κει, σ’ ένα άλλο ιατρείο του ίδιου νοσοκομείου, που πάλι περιμένω για τα περαιτέρω, το κλίμα είναι διαφορετικό. 
Πίσω από έναν πάγκο η προϊσταμένη με κοιτάει σαν άγγελος. Ή έτσι μου φαίνεται, από τη θέση που είμαι. 
Έχει βόρειο ιδίωμα, μασάει τα φωνήεντα, μου παίρνει αίμα σαν να με χαϊδεύει. Άρρωστοι έρχονται να της πούνε γεια - τους εύχεται «Καλές Γιορτές», τους πιάνει απ’ τον ώμο.
Μας έχει όλους μπροστά της, παραταγμένους, σαν δασκάλα. 
Μας προσέχει. 
Φροντίζει να είμαστε καλά. 
Ακόμα κι όταν δεν είμαστε.
Πάντα, στις μικρές και τις λιγότερο μικρές κολάσεις μου, συναντώ ένα τέτοιο πρόσωπο, που αλλάζει όλη τη δυναμική της δυστυχίας. 
Γιατί είναι ορισμένοι άνθρωποι που μέσα στην αθλιότητα της (ελληνικής) ζωής καταφέρνουν να μην ξεχνιούνται
Να μην παρασύρονται. 
Κι ενώ κανείς δεν θα τους πει μπράβο, ούτε θα τους δώσει παραπάνω λεφτά, κάνουν καλά τη δουλειά τους, νοιάζονται για σε. 
Γιατί το κάνουν; 
Είναι κορόιδα; 
Έχουν χρόνο για χάσιμο;
Ξεπλένουν αμαρτίες; 
Ρωτήστε τους! 
Δεν μου φαίνονται ούτε μαζοχιστές ούτε βλάκες, πάντως. Κάτι ίσως ξέρουν, που εμείς αγνοούμε (Ίσως ότι σημασία έχει ν’ αγαπάς).

Με βήμα ασταθές βγαίνω κι εγώ απ’ το νοσοκομείο. Νηστικός και άυπνος. Δεν είναι τίποτα λοιπόν, θα ζήσω. Στην είσοδο μια κοντή, μαυριδερή γυναίκα με ασιατικά μήλα και σχιστά μάτια πουλάει εικόνες αγίων. 
Στο απέναντι περίπτερο εφημερίδες,
Κρίση. 
Κλειστό κέντρο. 
Λαχτάρα για φίλους και νησί. Φαΐ, κρασί και τον δικό σου άνθρωπο.

Σε δέκα λεπτά έχω χαθεί πάλι στη γλύκα του κόσμου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου