Σάββατο 29 Ιουλίου 2017

Δημόσια κριτική και Δικαιοσύνη














 















«Η δημοσιότης είναι η ψυχή της Δικαιοσύνης», λέει το γνωστό απόφθεγμα.
 Εχουμε σκεφτεί γιατί; 
Γιατί άραγε το Σύνταγμα επιμένει, στο άρθρο 93, ότι οι συνεδριάσεις κάθε δικαστηρίου είναι δημόσιες και ότι κάθε δικαστική απόφαση απαγγέλλεται σε δημόσια συνεδρίαση; Και τι σημαίνει αυτό που λέει το άρθρο 26, ότι οι δικαστικές αποφάσεις εκτελούνται «στο όνομα του Ελληνικού Λαού»;
Η δικαστική είναι μια από τις τρεις λειτουργίες της κρατικής εξουσίας, μαζί με τη νομοθετική και την εκτελεστική. Σε δημοκρατικά πολιτεύματα καμιά εξουσία δεν είναι ανέλεγκτη.
Τους πολιτικούς που ασκούν εξουσία τους ελέγχει ο λαός με τρεις τρόπους. 
Πρώτον, ως εκλογικό σώμα: όποτε γίνονται εκλογές έχουμε τη δυνατότητα να στείλουμε τους κακούς πολιτικούς στα σπίτια τους. 
Δεύτερον, σε καθημερινή βάση, διά των αντιπροσώπων μας που βρίσκονται στην αντιπολίτευση (αυτοί είναι οι πολιτικοί που δεν ασκούν εξουσία).
 Και τρίτον, επίσης σε καθημερινή βάση, διά των μέσων ενημέρωσης και, εν τέλει, μέσα από το μεγάλο «λαϊκό δικαστήριο» της κοινής γνώμης.
Οι δικαστές επίσης ασκούν εξουσία. 
Ομως αυτοί έχουν από το Σύνταγμα την εγγύηση της ισοβιότητας (άρθρο 88)∙ κανείς δεν μπορεί, και ευτυχώς, να τους κουνήσει από τη θέση τους. Επομένως, το πρώτο και σημαντικότερο μέσο ελέγχου, το «μαύρισμα» στις εκλογές, δεν ισχύει για τους δικαστές. 
Μένουν τα άλλα δύο. Ο έλεγχος των δικαστικών αποφάσεων από τα μέσα ενημέρωσης και την κοινή γνώμη.
Και ο έλεγχος από τους αντιπροσώπους του λαού – είτε είναι στην αντιπολίτευση είτε στην κυβέρνηση. Γι' αυτόν τον λόγο είναι τόσο σημαντική η δημοσιότητα της δίκης και η δημοσίευση των δικαστικών αποφάσεων.
Η κριτική στις δικαστικές αποφάσεις είναι σημαντική για ακόμη έναν λόγο: Διότι καταρρίπτει τον μύθο –χειρότερα από μύθο, τη φενάκη– ότι οι δικαστές είναι ολύμπια όντα, έξω και πάνω από την κοινωνία και τις συγκρούσεις της.
Οι δικαστές είναι κομμάτι αυτής της κοινωνίας. Είναι ανθρώπινο να έχουν τις προαντιλήψεις και προτιμήσεις τους, ακόμα και τις προκαταλήψεις τους –και είναι υποκριτικό να καμωνόμαστε πως είναι τυφλοί υπηρέτες του νόμου (λες και ο νόμος δεν εκφράζει αυτές ακριβώς τις συγκρούσεις της κοινωνίας).
 Εφόσον λοιπόν δεν είναι ημίθεοι ή υπεράνθρωποι, μπορούν κι αυτοί, όπως όλοι μας, να σφάλλουν.
Μία μόνο «υπεράνθρωπη» ιδιότητα αξιώνουμε από τους δικαστές: να διατηρούν πάντοτε την ανεξαρτησία τους. Βεβαίως, ως ιδανικό, η δικαστική ανεξαρτησία είναι ανθρωπίνως αδύνατο να επιτευχθεί πλήρως.
 Οι ισχυροί της πολιτικής ή οικονομικής εξουσίας, γενικότερα οι κοινωνικές ελίτ, επιδιώκουν σταθερά να επηρεάσουν υπέρ των συμφερόντων τους τη δικαστική κρίση.
Εδώ είναι αναμενόμενη μια κάποια συστημική προκατάληψη, καθώς κι οι δικαστές ως επαγγελματική τάξη στις ελίτ ανήκουν. Η δημόσια κριτική των δικαστικών αποφάσεων είναι ο μόνος τρόπος να ανακαλύψουμε πότε η Δικαιοσύνη παύει να είναι ανεξάρτητη.
Τον τελευταίο καιρό οι δικαστικές ενώσεις επιδεικνύουν αυξημένη ευαισθησία απέναντι στη δημόσια κριτική –ενίοτε, πράγματι, ανοίκεια ή άδικη. 
Ομως δεν έχουμε δει τις ενώσεις να καταγγέλλουν αδιαφανείς παρεμβάσεις και συναλλαγές κάτω από το τραπέζι. Σε πρόσφατη επιστημονική εκδήλωση, ένας πρώην αντιπρόεδρος ανώτατου δικαστηρίου –δικαστής διακεκριμένος και με καθολική αναγνώριση– είπε τα εξής:
«Οταν ρώτησα κάποτε φίλο απορώντας για την ψήφο του, εισέπραξα εν ψυχρώ την απάντηση ότι αυτό του είχε ζητήσει γνωστός πολιτικός. Μην απορήσετε, βέβαια, αν σας πω ότι αργότερα αυτός έγινε πρόεδρος του ΣτΕ…»(1).
Καμία δικαστική ένωση δεν διαμαρτυρήθηκε, μολονότι πολλά μέλη τους παρευρίσκονταν στην εκδήλωση. Γιατί; Διότι αυτό που ειπώθηκε αποτελεί κοινό τόπο, δεν προξενεί εντύπωση σε κανέναν.
 Ομως ποιον άλλο τρόπο έχουμε να στηλιτεύσουμε τέτοιες συναλλαγές, εάν συμβαίνουν, παρά τη δημόσια κριτική των δικαστικών αποφάσεων;
Η δημόσια κριτική είναι το οξυγόνο της Δικαιοσύνης. Αλλού πρέπει να αναζητηθεί ο κίνδυνος για τη Δικαιοσύνη: σ’ αυτά που γίνονται αδιαφανώς και μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας.
Βεβαίως, η κριτική, ιδίως όταν προέρχεται από θεσμικούς παράγοντες, πρέπει να τηρεί κάποια στοιχειώδη όρια ευπρέπειας. 
Ομως, αυτό δεν είναι παρά ένας δεοντολογικός κανόνας. Ακόμη κι όταν δεν τηρείται, η Δικαιοσύνη οφείλει να ανέχεται ακόμα και την ανοίκεια ή άδικη κριτική. Διότι, τελικά, και οι κρίνοντες κρίνονται (κάτι που, εν προκειμένω, μπορεί να διαβαστεί σε δύο επίπεδα).
[1] Φ. Αρναούτογλου, «Η προσωπικότητα του δικαστή και η νομολογία», διαθέσιμο στον ιστότοπο Διοικητικοί Δικαστές, http://www.ddikastes.gr/?q=node/1563
* επίκουρος καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή ΑΠΘ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου