Σάββατο 29 Αυγούστου 2015

Λέσβος-Μόλυβος 16/08 : Μια μόνο μέρα εθελοντισμού στο Μόλυβο

















































Lily Lambrelli


Λέσβος-Μόλυβος

16/08 : Μια μόνο μέρα εθελοντισμού στο Μόλυβο. 


Ξύπνησα χαράματα από το ελικόπτερο της Φρόντεξ που έσχιζε τον ουρανό σα δυσοίωνο πουλί. Περνώντας με το αυτοκίνητο από το πάρκινγκ του σχολείου, χαμός από πρόσφυγες. Πολλά τα παιδιά. 
Ήσυχοι και θλιμμένοι, περίμεναν το λεωφορείο για τη Μυτιλήνη καθισμένοι κατάχαμα, πάνω στο χώμα. 
Επιτόπου, εθελοντές μοίραζαν το λιγοστό πρωινό. 
Όλοι έμοιαζαν ξένοι –βορειοευρωπαίοι. 

Σε λίγο, στο «Τραπέζι του Καπετάνιου», την ταβέρνα της Αυστραλιανής Μελίντας που ήταν η ψυχή της ομάδας, τέσσερις γυναίκες συζητούσαν στα αγγλικά για την έλλειψη προμηθειών. Για μένα, πολιτισμικό σοκ- όλες ξένες. 

«Δεν έχουμε υλικά για να φτιάξουμε σάντουιτς κι έχουμε να ταϊσουμε πάνω από 500 το μεσημέρι.» 

«Έχω κάποια χρήματα. Τι πρέπει να πάρω;» ρώτησα. 

«Πρέπει να πας σε όλα τα μαγαζάκια του χωριού –αγοράζουμε από όλους. 
Σε μερικά μάς κάνουν πίστωση. Πάρε ό,τι έχουν σε ψωμί για τοστ, τυρί σε φέτες, γαλοπούλα και νερά -όσα πιο πολλά νερά γίνεται». 

Ξεκινήσαμε αμέσως με μια γλυκύτατη αυστριακή –ξέχασα το δυσπρόφερτο όνομά της. Αγχώθηκα μήπως δεν έφταναν τα λεφτά που είχα μαζί μου, αλλά γεμίσαμε τα πορτ-μπαγκάζ και τα πίσω καθίσματα σε δυο αυτοκίνητα (τα νερά πιάνουν πολύ χώρο). 

Μεταφέραμε τις προμήθειες σ’ ένα μικρό σπιτάκι γεμάτο ψυγεία, σε μια ανηφόρα του χωριού κι εκεί συναντήσαμε τον Έρικ και τον Μαχμέτ που μας βοήθησαν να ξεφορτώσουμε. 

Η εθελόντρια από την Αυστρία, φεύγοντας για άλλα τρεχάματα, μου είπε να ξεκινήσω να φτιάχνω και να συσκευάζω σάντουιτς και σε λίγο θα έρχονταν κι άλλοι να βοηθήσουν. Εύκολο. 
Άρχισα να δουλεύω γρήγορα και μεθοδικά. 
Έτσι νόμιζα και μάλιστα ήμουν ευχαριστημένη από την επίδοσή μου όταν μετά από καμιά ώρα άνοιξε η πόρτα και μπήκε μια μικρόσωμη γυναίκα μεγάλης ηλικίας, με ασιατικά χαρακτηριστικά. Με καλημέρισε στα ελληνικά. 

«Μόνη σου είσαι; Πού είναι η Βιργινία;» με ρώτησε. 
«Δεν ξέρω τη Βιργινία», της απάντησα. 
«Μόνο ξένους έχω δει να βοηθάνε απ’ το πρωί. Εμένα με λένε Λίλη. Εσένα;» 
«Έφη», αποκρίθηκε.
 «Είμαι από το Νεπάλ, αλλά μένω στο Μόλυβο 40 χρόνια».
 «Το κανονικό σου όνομα; τη ρώτησα πάλι. 
«Γιασόδα», είπε, κι αμέσως ρίχτηκε στη δουλειά. 
«Εσύ θα ανοίγεις τις συσκευασίες του ψωμιού, της γαλοπούλας και του τυριού για να φτιάχνω εγώ, κι ύστερα θα τα συσκευάζεις ανά δεκαπέντε. Εντάξει;»


Πώς είπαμε τη λένε; Κάτι που είναι εύηχο και γιορτινό, αλλά θυμίζει κοκτέιλ. 

Για σόδα –αυτό είναι. 
«Όχι, Γιασόδα, δε γίνεται. Ώσπου να φτιάξεις εσύ δεκαπέντε σάντουιτς εγώ θα έχω ανοίξει συσκευασίες για εκατό και θα περιμένω άπρακτη.» 

Κούνια που με κούναγε... Ώσπου να γυρίσω το κεφάλι, η Γιασόδα είχε έτοιμα τα 15 σάντουιτς και συνέχιζε ακάθεκτη στην επόμενη δεκαπεντάδα. 

Όσο δουλεύαμε, περνούσαν ακτιβιστές και κουβαλούσαν πράγματα: νερά, χυμούς, γάλα. ΟΛΟΙ ΞΕΝΟΙ. Ντρεπόμουνα να είμαι η μόνη Ελληνίδα. 

Περνούσαν και τουρίστες από ολόκληρη την Ευρώπη, μόνοι, ζευγάρια ή γονείς με παιδιά κάθε ηλικίας και ρωτούσαν τι μπορούν να κάνουν. 

Ανάμεσά τους ένα ζευγάρι Βέλγων μουσικών.
 Και οι δυο έπαιζαν σε συμφωνική ορχήστρα (πιάνο η κοπέλα, όμποε το παλικάρι) και είχαν έρθει στο Μόλυβο ειδικά για να βοηθήσουν τους πρόσφυγες. 

Τους παραπέμπαμε όλους στη Μελίντα. 

Κάποια στιγμή που μας είχε τελειώσει το ψωμί, ήρθε ένας πανύψηλος Ολλανδός με μια στρουμπουλή πορτογαλίδα και τα δύο αγοράκια τους. 
«Χρειάζεστε κάτι;» μας ρώτησαν. «Ναι, ψωμί για τα σάντουιτς», απαντήσαμε, «αλλά έχουμε αδειάσει όλα τα κοντινά μαγαζάκια και χρειάζεται αυτοκίνητο. Έχετε;» 
«Δυστυχώς δεν έχουμε, αλλά μπορούμε να σας δώσουμε χρήματα.» 

Εμείς δεν θέλαμε να τα πάρουμε γιατί δεν μπορούσαμε να δώσουμε απόδειξη, αλλά έφυγαν αφήνοντας στο τραπέζι 65 ευρώ. «Σας παρακαλούμε να τα πάρετε. Σας έχουμε εμπιστοσύνη. Και συγνώμη που είναι τόσο λίγα», μας είπαν. 


Αμέσως κατέρρευσε μέσα μου το στερεότυπο του σπαγγοραμένου Ολλανδού. «Καθόλου λίγα δεν είναι», του είπα και τηλεφώνησα αμέσως στη Μελίντα να ρωτήσω τι θα τα κάνουμε. «Παραγγέλνω αμέσως ψωμί και δώστε τα έναντι του τελικού ποσού όταν σας το φέρουν.

 Σε λίγο ήρθε το ψωμί, και νά’ σου και η Βιργινία, 73 χρονών, η ΜΟΝΑΔΙΚΗ Ελληνίδα εθελόντρια εκτός από μένα. 

Τρεις γυναίκες τώρα πια, και παρότι όλες ώριμες σε βαθμό κακουργήματος, είχαμε γρήγορη και συνεχή παραγωγή. Ποτέ όμως η Βιργινία κι εγώ δεν πλησιάσαμε τη νόρμα της Γιασόδα που επέλεξε να παραμείνει όρθια για να παράγει περισσότερο. 


«Κάτσε λίγο γιατί έτσ’ που πλαλείς ημάς θα μας απουλύσεν», πέταξε γελώντας η Βιργινία. Ύστερα πρόσθεσε τσαχπίνικα: «Τι θαρρείς; Ό,τι κι αν κάνς τα ίδια ληφτά θα πάρουμι.» Γύρισε προς εμένα: «Μην ανησυχείς, μουρέλιμ’, τη μάθαμε τη δλειά. Όπου κι να πάμη ηθηλουντές, θα μας κρατήσεν...» 

Γέλια τρελά...


Σε λίγο, νά ‘σου πάλι ο Ολλανδός με την Πορτογαλίδα και τα παιδάκια τους, κρατώντας σακούλες γεμάτες τυποποιημένο ψωμί. «Τα καταφέραμε», μας είπαν χαρούμενοι αλλά μόλις είδαν ότι είχαμε ήδη μεγάλο στοκ, απογοητεύτηκαν. «Μη νοιάζεστε», τους είπαμε, «Και το ψωμί που έχουμε, εσείς το πληρώσατε. Και το παραπάνω που φέρατε, σε καμιά περίπτωση δεν θα πάει χαμένο.»


Συνεχίσαμε την παραγωγή σάντουιτς ενώ κάθε τόσο οι γιατροί χωρίς σύνορα έρχονταν να πάρουν ό,τι ήταν ήδη έτοιμο. Κάποια στιγμή ήρθε κι ένα κινηματογραφικό συνεργείο που ετοίμαζε ένα ντοκυμαντέρ για τους πρόσφυγες. 


«Μπορούμε να σας τραβήξουμε;», μας ρώτησαν. «Κάντε ό,τι νομίζετε, είπε η Βιργινία, αρκεί να μη διακόψουμε.» «Όχι, εγώ δεν θέλω», πετάχτηκε η Γιασόδα και κρύφτηκε σε μια γωνιά. «Γιατί;» ρώτησε ο οπερατέρ. «Φουβάτι να μην τν ηρουτηυτεί κανένας γαμπρός, γιατί ε θέλ’ να παντρηυτεί», σχολίασε με χιούμορ η Βιργινία κι όταν το μεταφράσαμε, ξέσπασε γενικό γέλιο. 


Φτιάχναμε σάντουιτς για ένα οχτάωρο, ώσπου τελείωσαν οι προμήθειες (και του Ολλανδού) και οι δυνάμεις μας. Πεινούσαμε και διψούσαμε αλλά δεν θέλαμε ν’ αγγίξουμε το ψωμί και το νερό των προσφύγων. «Έτσι γίνεται με όλους τους εθελοντές», είπε η Βιργινία. 


«Δεν αγγίζουμε τίποτα. Ό,τι υπάρχει εδώ είναι ιερό. Αν πάρουμε ένα σάντουιτς απ’ αυτά που φτιάχνουμε, κάποιος θα μείνει νηστικός, ενώ εμείς θα πάμε κάποια στιγμή στα σπίτια μας και θα φάμε.» 


Κινήσαμε να φύγουμε. Στο δρόμο, ρώτησα τη Βιργινία γιατί δεν έρχονται ντόπιοι εθελοντές. «Κάποιοι βοηθούν. Δίνουν λεφτά, δίνουν ρούχα. Όμως δεν έρχονται να δώσουν ένα χέρι. Φοβούνται τι θα πει το χωριό, γιατί «δεν τσ’ θέλεν τσ’ πρόσφυγες μουρέλιμ’, λεν πως 


βρομίζεν τον τόπο.»
Τους καταλαβαίνω. 
Το προσφυγικό είναι πρόβλημα σύνθετο, με πάμπολλες πτυχές.
 Όμως, ας βάλουμε το χέρι στην καρδιά:
 η πιο σπουδαία είναι η ανθρωπιστική.

Εξάλλου, οι φήμες ότι η μιζέρια της προσφυγιάς διώχνει τους τουρίστες δε στέκουν. 

Ο Μόλυβος ήταν ασφυκτικά γεμάτος ξένους τουρίστες και κάποιοι από αυτούς που έμεναν στα ξενοδοχεία και ψώνιζαν στα μαγαζιά, ήρθαν με μοναδικό στόχο να βοηθήσουν τους πρόσφυγες. 

Κι επειδή ο Μόλυβος είναι για μένα ένα από τα ωραιότερα μέρη του κόσμου, αναρωτιέμαι μήπως η δυσφορία των λεπταίσθητων κατοίκων (απόλυτη αλήθεια χωρίς ίχνος ειρωνείας) από την παρουσία προσφύγων έχει να κάνει με την υψηλή αισθητική τους που τη βλέπεις στα σπίτια, στους δρόμους, στην ευγένεια, στη νοικοκυροσύνη, στην παιδεία τους; 


Εύλογο δεν είναι να μην αντέχουν την κακάσχημη οδύνη έξω από την πόρτα τους; 

Εύλογο αλλά απάνθρωπο, γιατί αν η οδύνη του καθενός μας προκαλούσε απέχθεια στους συνανθρώπους μας, θα μας έτρωγε ΟΛΟΥΣ το σαράκι της μοναξιάς.

Όποιος δεν έχει ρίζες προσφυγιάς και πάνω απ’ όλα όποιος δεν έχει καμιά σχέση με την προσωπική προσφυγιά ενός ξενιτεμού, ενός βίαιου χωρισμού ή αποχωρισμού, όποιος δεν έχασε ποτέ εσωτερικές πατρίδες, προνόμια και κανακέματα, όποιος δεν έζησε κανενός είδους πένθη, ας ρίξει το ανάθεμα κι ας τους γυρίσει την πλάτη. 

Ας πατήσει γκάζι βλέποντάς τους να λιώνουν, περπατώντας κάτω από τον ήλιο. 

Ας γυρίσει τα μούτρα του αλλού όταν τους βλέπει να κοιμούνται κατάχαμα (ανάμεσά τους δασκάλες, οδοντίατροι, ζαχαροπλάστες), περιμένοντας το λεωφορείο ή το πλοίο. 

Ας δει σαν στατιστική το ότι μόλις περάσουν τα βόρεια σύνορά μας και μπουν στα βαθιά Βαλκάνια, κάποιοι στο δρόμο «χάνονται» ενώ η προσφορά ανθρώπινων οργάνων έχει κατακόρυφα αυξηθεί. 

Σκοτεινά τα ρουμάνια της ψυχής. 
Μια στάλα αλληλεγγύη ξεπικρίζει και τους δικούς μας καημούς. 
Αν στο περίσσευμά σας δεν έχετε χρόνο, ρούχα που δεν φοράτε, ψωμί, δώστε έναν καλό λόγο. 
Αν μπορείτε, λίγο δροσερό νερό. 
Δώστε το σ’ εκείνους που περπατούν με φουσκάλες στα πόδια μες στο λιοπύρι, λέγοντάς τους «καλή τύχη».
 Είναι πολύτιμο γι’ αυτούς και θεραπευτικό για τους εύλογους και παράλογους φόβους που τσακίζουν την ανθρωπιά μας.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου